Tuesday, February 06, 2007

Η ερήμωση του περιβάλλοντος



Η λαθεμένη πίστη ότι η φύση είναι ανεξάντλητη έχει ευρύτατη διάδοση. Κάθε έμβιο είδος ζώου, φυτού ή μύκητα, αποτελεί μέρος του μεγάλου (όλου) παγκόσμιου συστήματος και είναι προσαρμοσμένο στο περιβάλλον του.

Το περιβάλλον αυτό περιλαμβάνει τις ανόργανες συνιστώσες ενός ορισμένου τόπου, αλλά, φυσικά, και όλους τους ζωντανούς φιλοξενουμένους του. Μέσα στον ίδιο ζωτικό χώρο, όλα τα ζωντανά όντα έχουν προσαρμοστεί το ένα προς το άλλο. Η προσαρμογή αυτή λειτουργεί και ανάμεσα σε κείνα τα όντα που βρίσκονται σε φανερά εχθρικές σχέσεις μεταξύ τους, όπως για το σαρκοφάγο και τη λεία του – δηλαδή ανάμεσα στο ζώο που καταβροχθίζει και σε κείνο που καταβροχθίζεται. Αν, μάλιστα, ρίξουμε μια ματιά από πιο κοντά, θα διαπιστώσουμε ότι, τα ζωντανά αυτά όντα, ιδωμένα σαν είδη και όχι σαν μονάδες, δεν ενοχλούν το ένα το άλλο, αλλά σχηματίζουν, υπό ορισμένες συνθήκες, μια κοινότητα συμφερόντων.

Είναι φυσικά αυτονόητο ότι εκείνος που «καταβροχθίζει» έχει σφοδρό ενδιαφέρον για την επιβίωση του ζωικού ή φυτικού είδους που αποτελεί την τροφή του. Όσο πειρσσότερο «εξειδικευμένος» είναι σ’ ένα είδος διατροφής, τόσο μεγαλύτερο είναι και το ενδιαφέρον του για την επιβίωση του είδους αυτού. Υπό τις συνθήκες αυτές, το σαρκοφάγο δε θα φτάσει ποτέ στην ακρότητα να εξοντώσει το είδος που αποτελεί την τροφή του, γιατί, τότε – αν γινόταν αυτό – το τελευταίο ζευγάρι των σαρκοφάγων θα πέθαιναν από την πείνα, πολύ πριν προλάβει να συναντήσει το τελευταίο ζευγάρι του είδους, που αποτελεί την τροφή του.

Αν η πυκνότητα του πληθυσμού της λείας είναι χαμηλότερη από ένα ορισμένο όριο, το αρπακτικό εξαφανίζεται΄ όπως έγινε, ευτυχώς, με τους περισσότερους επιχειρηματίες του κυνηγιού της φάλαινας. Όταν ο Ντίγκο – κατοικίδιος σκύλος στην αρχή – μεταφέρθηκε στην Αυστραλία, και εκεί ξαναγύρισε στην άγρια κατάσταση, δεν εξόντωσε κανένα από τα είδη, με τα οποία τρεφόταν συνήθως, αλλά μόνο τα δύο μεγάλα μαρσιποφόρα σαρκοφάγα: τον λύκο Θυλακίνο και τον «Διάβολο της Τασμανίας», τον Σαρκόφιλο. Κατά τη μάχη, τα δύο αυτά μαρσιποφόρα, εφοδιασμένα με τρομακτικές σιαγόνες, ήσαν πολύ ανώτερα από τον Ντίγκο, αλλά, επειδή ο εγκέφαλός τους ήταν λιγότερο εξελιγμένος, είχαν ανάγκη από μεγαλύτερη αφθονία κυνηγιού του ίδιου είδους, απ’ όσο ο εξυπνότερος άγριος σκύλος. Τα δυό αυτά μαρσιποφόρα δεν εξοντώθηκαν από τον Ντίγκο, αλλά νικήθηκαν στον ανταγωνισμό – πέθαναν δηλ. από την πείνα.

Ο πολλαπλασιασμός ενός ζωικού είδους σπάνια είναι άμεσο αποτέλεσμα της ποσότητας της τροφής που υπάρχει. Στην πραγματικότητα, θα ήταν μιά λύση ελάχιστα οικονομική, τόσο για το αρπακτικό, όσο και για το θύμα. Ο ψαράς που ζει από το προϊόν ενός ορισμένου ψαρότοπου, θα φερθεί φρόνιμα, αν δεν ψαρεύει παρά μόνον την ποσότητα ψαριών που του χρειάζεται, έτσι ώστε εκείνα που επιζούν να μπορούν να εξασφαλίζουν ένα μέγιστο αριθμό απογόνων, για να αναπληρώνουν τα ψάρια που πιάνει ο ψαράς.

Ό καθορισμός της καλύτερης δυνατής ποσότητας δεν είναι δυνατός, παρά μόνο με τη χρησιμοποίηση ενός εξαιρετικά πολύπλοκου υπολογισμού των μεγίστων και των ελαχίστων. Αν δεν ψαρεύει αρκετά, ο ψαρότοπος παρουσιάζει υπερπληθυσμό και η αναπαραγωγή ψαριών αραιώνει. Αν ψαρεύει περισσότερα απ’ αυτά που πρέπει ν’ αφαιρεθούν απ’ τον ψαρότοπο, τότε απομένουν πολύ λίγα ψάρια για να γεννήσουν αρκετούς απόγονους, που θα μπορούσε άνετα να θρέφει ο ψαρότοπος και να τους κάνουν να πολλαπλασιαστούν.

Πολλά ζωικά είδη εφαρμόζουν μιά ανάλογη μέθοδο οικονομίας, όπως απόδειξε ο Ουάϊνι Έντουαρντς. Ανεξάρτητα από την οριοθεσία των περιοχών, που εμποδίζει την υπέρμετρη συνάθροιση, υπάρχουν και άλλοι ακόμα τρόποι συμπεριφοράς, που αποτρέπουν την υπερβολική εκμετάλλευση των αποθεμάτων τροφών.

Πολύ συχνά, το είδος των ζώων που τρώγονται πετυχαίνει πραγματικά πλεονεκτήματα από το είδος που τα τρώει. Ο ρυθμός της αναπαραγωγής ορισμένων ζώων και φυτών είναι συνάρτηση της κατανάλωσης εκείνων που χρησιμεύουν για τροφή. Η συνάρτηση αυτή είναι έτσι ρυθμισμένη, ώστε η ζωτική τους ισορροπία θα διαταράσσονταν, αν ο παράγοντας αυτός έτεινε να εξαφανιστεί. Οι μεγάλες καταρρεύσεις πληθυσμών, που μπορούν να παρατηρηθούν στα τρωκτικά ταχείας αναπαραγωγής, μόλις αυτά φτάσουν στη μέγιστη πληθυσμιακή πυκνότητά τους, είναι ασφαλώς περισσότερο επικίνδυνες για την επιβίωση του είδους, από το «τρύγημα» του πλεονάσματος από τα σαρκοφάγα – τρύγημα που βοηθάει στη διατήρηση μιας ισορροπημένης μέσης αναλογίας.

Πολλές φορές, η συμβίωση ανάμεσα σ’ εκείνους που καταβροχθίζουν και σ’ εκείνους που κακαταβροχθίζονται φτάνει μακρύτερα. Υπάρχουν πολλά είδη από αγρωστοειδή (οικογένεια των σιτηρών και βοσκήσιμων φυτών) «κατασκευασμένα» ειδικά για να διατηρούνται κομμένα σύριζα και να πατιούνται από τα οπλιφόρα ζώα. Στην περίπτωση του τεχνητού γκαζόν, απομιμούμαστε τη διαδικασία αυτή «κουρεύοντάς» το και περνώντας το συνεχώς με τον κύλινδρο. Όταν λείψουν οι παράγοντες αυτοί, τα χόρτα αυτά παραχωρούν τη θέση τους σε άλλα, που δεν αντέχουν σε παρόμοια μεταχείρηση, αλλά είναι πιο ανθεκτικά από άλλες απόψεις. Με λίγα λόγια, δυό μορφές ζωής μπορούν να έχουν τις ίδιες σχέσεις αλληλεξάρτησης, μ’ αυτές που διατηρεί ο άνθρωπος με τα κατοικίδια ζώα του ή με τα φυτά που καλλιεργεί.

Οι νόμοι που κυβερνούν τις αλληλεπιδράσεις αυτές μοιάζουν, συχνά, πάρα πολύ με τους νόμους της ανθρώπινης οικονομίας. Οι νόμοι αυτοί εκφράζονται με τον όρο «οικολογία», που τον υιοθέτησαν οι βιολόγοι για να προσδιορίσουν τη θεωρία αυτής της αλληλεξάρτησης. Μια οικονομική έννοια που δεν ανήκει στη ζωική οικολογία, είναι η έννοια της «υπερεκμετάλλευσης» των φυσικών πόρων.

Οι αλληλεξαρτήσεις που υπάρχουν ανάμεσα στα πολυάριθμα είδη ζώων, φυτών και μυκήτων, στο εσωτερικό του ίδιου ζωτικού χώρου, και που αποτελούν μιά κοινότητα έμβιων όντων, μιά «βιοκοινότητα», είναι πολλαπλές και πολυσύνθετες. Η προσαρμογή των διαφόρων ειδών, που επιτεύχθηκε κατά τη διάρκεια περιόδων, η τάξη μεγέθους των οποίων αντιστοιχεί στις γεωλογικές εποχές και όχι στις εποχές της ανθρώπινης ιστορίας, έχει οδηγήσει σε μιά ισορροπία τόσο αξιοθαύμαστη όσο και εύθραυστη. Πολυάριθμες ρυθμιστικές διαδικασίες εξασφαλίζουν την ισορροπία αυτή από τις αναπόφευκτες διαταραχές που μπορούν να προκαλέσουν, για παράδειγμα, οι ατμοσφαιρικές συνθήκες.

Όλες οι βραδείες μεταβολές που προκαλούνται από την εξέλιξη των ειδών ή από μιά προοδευτική μεταβολή του κλίματος, δεν μπορούν να εκθέσουν σε κίνδυνο την ισορροπία ενός ζωτικού χώρου. Αντίθετα, οι αιφνίδιες παρεμβάσεις, όσο ασήμαντες κι αν είναι φαινομενικά, μπορούν να έχουν συνέπειες απρόοπτες, ακόμα και καταστρεπτικές. Η εισαγωγή ενός ζωικού είδους, εντελώς ακίνδυνου φαινομενικά, μπορεί να ερημώσει κυριολεκτικά τεράστιες περιοχές. Κάτι τέτοιο συνέβη στην Αυστραλία με τους λαγούς. Η επίθεση αυτή, εναντίον της ισορροπίας ενός βιότοπου, προκλήθηκε από τον άνθρωπο. Θεωρητικά, παρόμοιες αντιδράσεις είναι πιθανές, ακόμα και χωρίς την ανθρώπινη παρέμβαση, αλλά, τέτοιες περιπτώσεις είναι σπάνιες.

Η ανθρώπινη οικολογία μεταβάλλεται ασυγκρίτως πιο γρήγορα από την οικολογία των άλλων ζωντανών πλασμάτων. Ο ρυθμός της υπαγορεύεται από την πρόοδο της τεχνολογίας, που εξακολουθεί να επιταχύνεται κατά γεωμετρική πρόοδο. Εξαιτίας αυτού, ο άνθρωπος είναι αναγκασμένος να επιφέρει βαθιές μεταβολές και, μερικές φορές, ακόμα και την καταστροφή των βιοκοινοτήτων, μέσα στις οποίες και από τις οποίες ζει. Εξαίρεση αποτελούν οι άγριες φυλές, όπως π.χ. ορισμένοι Ινδιάνοι των Παρθένων δασών της Ν.Αμερικής, που ζουν από τα προϊόντα της συγκομιδής ή του κυνηγιού τους ή οι κάτοικοι ορισμένων νησιών της Ωκεανίας, που ασχολούνται λίγο με τη γεωργία και τρέφονται ουσιαστικά από κοκοκάρυδα και από θαλάσσια ζώα.

Οι πολιτισμοί του είδους αυτού δεν επηρεάζουν τον βιότοπό τους διαφορετικά απ’ ό,τι θα τον επηρέαζαν οι πληθυσμοί ενός ζωικού είδους. Μιά από τις θεωρητικές πιθανότητες για τον άνθρωπο θα ήταν να ζήσει σε αρμονία με το βιότοπό του, ενώ μιά άλλη θα ήταν να «δημιουργήσει», με τη βοήθεια της γεωργίας και της κτηνοτροφίας, μιά καινούργια βιοκοινότητα, προσαρμοσμένη προς τις ανάγκες του, και, κατ’ αρχήν, τόσο βιώσιμη, όσο και εκείνη που εμφανίστηκε χωρίς την παρέμβασή του. Αυτό ισχύει για πολλούς αγροτικούς πολιτισμούς, όπου οι χωρικοί, εγκατεστημένοι επι πολλές γενεές στην ίδια γωνιά της γης, έχουν συνδεθεί βαθιά μαζί της και ξέρουν να δίνουν πίσω στο έδαφος εκείνο που έχουν πάρει απ’ αυτό, χάρη στην πολύ καλή οικολογική γνώση που απέκτησαν.

Ο χωρικός γνωρίζει στην πράξη ότι οι ζωτικοί πόροι του πλανήτη μας δεν είναι ανεξάντλητοι, πράγμα που φαίνεται να ξέχασε ολόκληρη η πολιτισμένη ανθρωπότητα. Χρειάστηκε να μεταβληθούν στην Αμερική τεράστιες καλλιεργούμενες περιοχές σε ερήμους, από την διάβρωση και την παράλογη εκμετάλλευση και, ολόκληρες περιοχές, αποψιλωμένες από τα δάση τους, να μεταβληθούν σε άγονες αργιλλώδεις εκτάσεις, και να εξαφανιστούν αναρίθμητα χρήσιμα είδη ζώων, για ν’ αρχίσει ο άνθρωπος ν’ αντιλαμβάνεται και πάλι βαθμιαία τις αλήθειες αυτές. Χρειάστηκε κυρίως, οι μεγάλες βιομηχανικές επιχειρήσεις, οι συνδεόμενες με τη γεωργία, την αλιεία, ακόμα και με την αλιεία της φάλαινας, ν’ αρχίσουν να αισθάνονται τις οδυνηρές συνέπειες της καταστροφής, στον εμπορικό τομέα. Όλα αυτά όμως μόλις που άρχισαν να εισχωρούν στη συνείδηση του κοινού.

Ο επιταχυνόμενος ρυθμός της σύγχρονης ζωής δεν αφήνει στους ανθρώπους το χρόνο να σκέφτονται πριν ενεργήσουν. Είναι, μάλιστα, περήφανοι για τη «δράση» τους, και δεν τους περνάει καν από το νου η υποψία ότι διαπράττουν εγκλήματα κατά της φύσης και του ίδιου του εαυτού τους. Οι ζημιές αυτές επεκτείνονται σήμερα παντού, με τη χρησιμοποίηση από τον άνθρωπο χημικών προϊόντων, για την καταστροφή των εντόμων στη γεωργία και τη δενδροκομία, και με την ίδια μυωπία στη φαρμακολογία.

Οι βιολόγοι, οι ειδικευμένοι στην ανοσοποίηση, διατυπώνουν τις σοβαρότερες επιφυλάξεις σχετικά με τα πιο συνηθισμένα φάρμακα. Η τάση να θέλουμε να «τα πετύχουμε όλα αμέσως», μας κάνει ώστε, σε ορισμένους τομείς της χημικής βιομηχανίας, να φερόμαστε με μιά ελαφρότητα πραγματικά εγκληματική, σχετικά με την πώληση προϊόντων, που η μακροπρόθεσμη δράση τους μας είναι απόλυτα απρόβλεπτη. Μιά ασυνειδησία απίστευτη βασιλεύει τόσο στον τομέα του οικολογικού μέλλοντος της γεωργίας όσο και της ιατρικής. Όσοι θέλησαν να υψώσουν τη φωνή τους εναντίον της ασυλλόγιστης χρησιμοποίησης εντομοκτόνων, ζιζανιοκτόνων και χημικών προφυλακτικών φαρμάκων διασύρθηκαν με επονείδιστο τρόπο.

Ο πολιτισμένος άνθρωπος, που ερημώνει με τυφλό βανδαλισμό το φυσικό του περίγυρο από τον οποίο αντλεί τη διατροφή του, απειλεί τον εαυτό του με οικολογική καταστροφή. Όταν οι οικονομικές συνέπειες του βανδαλισμού αυτού θ΄αρχίσουν να γίνονται αισθητές, ο άνθρωπος θ’ αναγνωρίσει μάλλον το σφάλμα του, αλλά, τότε, θα είναι ίσως πολύ αργά. Εκείνο που ο άνθρωπος προσέχει ακόμα λιγότερο, είναι ο βαθμός που οι βάρβαρες αυτές μέθοδοι βλάπτουν την ψυχή του. Η αποξένωση από τη φύση, που γενικεύεται και εξαπλώνεται με ταχύ ρυθμό, είναι, σε μεγάλο βαθμό, υπεύθυνη για την επιστροφή στη βαναυσότητα του πολιτισμένου ανθρώπου, στον αισθητικό και ηθικό τομέα. Τι θα μπορούσε να ξυπνήσει στον νέο το αίσθημα του σεβασμού, όταν το καθετί που βλέπει γύρω του είναι έργο ανθρώπινο και – το χειρότερο – αυτό το έργο είναι άσχημο και χυδαίο;

Για τον κάτοικο της πόλης, ακόμα και η θέα του διάστερου στερεώματος καλύπτεται από τις χημικές αναθυμιάσεις που θαμπώνουν την ατμόσφαιρα ή κρύβεται από τους ουρανοξύστες. Δεν πρέπει λοιπόν να μας προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι η διείσδυση του πολιτισμού συνοδεύεται από το αξιοθρήνητο ασχήμισμα της πόλης και της υπαίθρου.

Ας συγκρίνουμε με κριτικό βλέμμα το παλιό κέντρο οποιασδήποτε ευρωπαϊκής πόλης με τα σύγχρονα προάστιά της ή, αυτά τα προάστια που εισβάλλουν βαθμιαία στη γύρω της ύπαιθρο, ας τα συγκρίνουμε με χωριά που δεν έχουν ακόμα φθαρεί. Ας συγκρίνουμε κατόπιν την ιστολογική εικόνα ενός υγιούς οργανικού ιστού με την εικόνα ενός κακοήθους όγκου. Θα βρούμε εκπληκτικές αναλογίες! Αν τις εξετάσουμε αντικειμενικά και τις μεταφέρουμε από τη σφαίρα της αισθητικής στη σφαίρα του καταμετρήσιμου, οι ανομοιότητες τις οποίες διαπιστώνουμε στηρίζονται ουσιαστικά στην έλλειψη πληροφοριών.

Το κύτταρο του κακοήθους όγκου διαφέρει πρώτα απ’ όλα από το φυσιολογικό κύτταρο, κατά το ότι δεν διαθέτει πια τη γενετική πληροφορία, που έχει ανάγκη για να διαδραματίσει το ρόλο του σαν χρήσιμο μέλος της κυτταρικής κοινότητας του σώματος. Κατά συνέπεια, συμπεριφέρεται σαν ένα μονοκύτταρο ζώο ή σαν ένα νεαρό εμβρυακό κύτταρο. Δεν διαθέτει την κατάλληλη εσωτερική δομή και διαιρείται με τρόπο υπερβολικό, πολλαπλασιαζόμενο χωρίς κανένα περιορισμό, έτσι ώστε ο ιστός του όγκου διηθείται και πλημμυρίζει τους υγιείς, μέχρι τη στιγμή εκείνη, ιστούς, για να τους καταστρέψει τελικά.

Η αναλογία είναι εντυπωσιακή, ανάμεσα στην εικόνα των προαστίων μιάς πόλης και στην εικόνα του όγκου. Και στη μιά και στην άλλη περίπτωση, ο ακόμα υγιής χώρος περιλάμβανε τη δημιουργία ενός πλήθους αρχιτεκτονικών δομών πολύ διαφορετικών, αλλά με λεπτό διαφορισμό μεταξύ τους, έτσι που να αλληλοσυμπληρώνονται΄ και που όφειλαν τη συμμετρία τους σε πληροφορίες συγκεντρωμένες κατά τη διάρκεια μιάς μακράς ιστορικής εξέλιξης. Αντίθετα, στις ζώνες τις ερημωμένες από τον όγκο ή, αντίστοιχα, από τη σύγχρονη τεχνολογία, μόνο μερικές σπάνιες δομές, εξαιρετικά στοιχειώδεις, κυριαρχούν στη σκηνή.

Η ιστολογική εικόνα των καρκινωδών κυττάρων, ομοιόμορφων και με στοιχειώδη δομή, έχει μιά τρομακτική ομοιότητα με την εναέρια άποψη ενός σύγχρονου προαστίου, με τα ομοιόμορφα σπίτια του, σχεδιασμένα χωρίς πολύ σκέψη, από αρχιτέκτονες στερημένους από πραγματική καλλιέργεια, και ύστερα από ένα βιαστικό διαγωνισμό.

Από το ένα μέρος οι εμπορικές αντιλήψεις, σύμφωνα με τις οποίες η μαζική παραγωγή οικοδομικών στοιχείων είναι φτηνότερη, και από το άλλο η μόδα, ισοπεδώνουν τα πάντα και κάνουν να φυτρώνουν, σε όλα τα αστικά προάστια του κόσμου, εκατοντάδες χιλιάδες κατοικίες κατασκευασμένες στη σειρά, που μόνο ο αριθμός τους μας επιτρέπει να τις ξεχωρίσουμε μεταξύ τους. Τα κτίσματα αυτά είναι ανάξια να έχουν το όνομα «σπίτια», γιατί είναι, στην καλύτερη περίπτωση, σειρές από στάβλους για ανθρώπινα υποζύγια, αν μου επιτρέπεται η έκφραση.

Η εκτροφή των ωοτόκων ορνίθων μέσα σε σειρές από μικροσκοπικά καφάσια θεωρείται, και πολύ δίκαια, μαρτύριο για τα πουλερικά αυτά και ανάξια για μιά πολιτισμένη χώρα. Αντίθετα, θεωρούμε απόλυτα σωστό και περιμένουμε από τον άνθρωπο να δέχεται παρόμοια μεταχείριση, ενώ είναι ακριβώς ο λιγότερο προετοιμασμένος για να ανεχτεί αυτόν τον καθαρά απάνθρωπο περιορισμό. Η αυτοεκτίμηση ενός φυσιολογικού ανθρώπου απαιτεί, δικαιολογημένα, την εκδήλωση της προσωπικότητάς του. Ο άνθρωπος, από τη φυλογένεσή του, δεν είναι κατασκευασμένος όπως ο τερμίτης ή το μυρμήγκι, με τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορεί να ανέχεται τη μετατροπή του σε στοιχείο ανώνυμο και απόλυτα εναλλάξιμο, ανάμεσα σε εκατομμύρια άλλα, απολύτως ομοιόμορφα, άτομα.

Αν θελήσουμε ν’ ανοίξουμε τα μάτια μας και να κοιτάξουμε ένα σύνολο από μικρούς κήπους εργατικών οικογενειών, θα δούμε πόσο ισχυρή είναι η τάση του ανθρώπου να εκφράσει την ατομικότητά του, την ιδιαιτερότητά του. Εκείνος που κατοικεί σ’ ένα καφάσι, σ’ ένα μπλοκ από κατοικίες για ανθρώπινα υποζύγια, δεν διαθέτει πια παρά ένα μόνο μέσο για να διαφυλάξει τον αυτοσεβασμό του: ν’ αγνοήσει αποφασιστικά την ύπαρξη των πολυάριθμων συντρόφων του στην αισθητική αθλιότητα και να απομονωθεί τελείως από τους γείτονές του.

Στα μεγάλα οικοδομικά συγκροτήματα βρίσκουμε, πολύ συχνά, να υπάρχουν διαχωριστικά τοιχώματα ανάμεσα στους εξώστες, για να κάνουν το γείτονα αόρατο. Δεν μπορούμε και δε θέλουμε να ερχόμαστε σε επαφή με τον άλλον «μέσα από το φράχτη», από το φόβο μήπως δούμε ν’ αντανακλάται σ’ αυτόν η εικόνα της δικής μας απόγνωσης. Αυτός είναι ο λόγος που οι μεγάλες πληθυσμιακές συγκεντρώσεις οδηγούν στην απομόνωση και στην αδιαφορία προς τον πλησίον.

Η ηθική και η αισθητική συνείδηση, είναι ολοφάνερα συνδεμένες. Και οι άνθρωποι, που αναγκάζονται να ζήσουν κάτω από τις συνθήκες, για τις οποίες μιλήσαμε πιο πάνω, υποφέρουν από ατροφία τόσο της μιάς όσο και της άλλης. Η ομορφιά της φύσης και του πολιτιστικού περιβάλλοντος, που δημιουργείται από τον άνθρωπο, είναι και οι δύο αναγκαίες για την ηθική και πνευματική υγεία του ανθρώπινου όντος. Η ολική αυτή τύφλωση για κάθε τι ωραίο, που βλέπουμε να διαδίδεται σήμερα παντού με τόση ταχύτητα, είναι ψυχική ασθένεια, που πρέπει να τη λάβουμε σοβαρά υπ’ όψη, έστω και μόνο για το γεγονός ότι συνοδεύεται από την αναισθησία απέναντι σ’ αυτό που θεωρείται επιλήψιμο από ηθική άποψη.

Οι αισθητικές αντιλήψεις δεν παίζουν κανένα ρόλο σε κείνους που πρόκειται ν’ αποφασίσουν για την κατασκευή ενός δρόμου, ενός ηλεκτρικού σταθμού ή ενός εργοστασίου που θα κατέστρεφε οριστικά την ομορφιά μιάς ολόκληρης περιοχής. Από τον πρόεδρο ενός μικρού κοινοτικού συμβουλίου, μέχρι τον υπουργό της Εθνικής Οικονομίας ενός μεγάλου κράτους, όλοι είναι απόλυτα σύμφωνοι ότι, δεν είναι απαραίτητο να γίνονται θυσίες οικονομικού ή πολιτικού χαρακτήρα, για να διατηρηθεί η ομορφιά της φύσης. Οι ελάχιστοι φυσιολάτρες και επιστήμονες, που βλέπουν καθαρά να επέρχεται η καταστροφή, είναι τελείως ανίσχυροι να τη σταματήσουν.

Μερικά κομμάτια γης στην παρυφή του δάσους θα πουληθούν ακριβότερα αν ο δρόμος φτάνει μέχρι εκεί. Κατά συνέπεια, καταπατούν αμέσως το κελαρυστό μικρό ρυάκι, που κυλούσε ανάμεσα στο χωριό, για να το μεταβάλλουν σε διώρυγα. Χαράζουν το δρόμο έτσι ώστε να περάσει πάνω από το ρυάκι και νά το αποτέλεσμα: ένας ωραιότατος εξοχικός δρόμος που πήγαινε δίπλα στο ρυάκι, μεταβλήθηκε σε μιά αποκρουστική προαστιακή λεωφόρο.

Πηγή: «Τα 8 θανάσιμα αμαρτήματα του πολιτισμού μας» - Κονραντ Λορεντς

No comments: