Monday, July 30, 2007

Η αναγκαιότητα δημιουργίας ενιαίας κεντρικής πολιτικής στην πρόληψη των δασικών πυρκαγιών

I love her, I love her not...


Η αναγκαιότητα δημιουργίας ενιαίας κεντρικής πολιτικής
στην πρόληψη των δασικών πυρκαγιών


Παύλος Ν. Κωνσταντινίδης.
Ερευνητής ΕΘΙΑΓΕ. 57006 Λουτρά Θέρμης
Ανακοίνωση που πραγματοποιήθηκε στο «Συνέδριο του Υπουργείου Γεωργίας (Γεν. Δ/νση Ανάπτυξης και Προστασίας Δασών & Φυσ. Περιβάλλοντος) «‘Πρόληψη των δασικών πυρκαγιών» Μυτιλήνη 23 & 24 -10-2003.

Γενικά

Πρώτα από όλα θα ήθελα να ευχαριστήσω τους οργανωτές του συνεδρίου και ιδιαίτερα το τμήμα Δασικών Εφαρμογών της Γενικής Διεύθυνσης Ανάπτυξης και Προστασίας Δασών & Φυσικών Πόρων για την τιμή που μου έκαναν, καλώντας με να αναπτύξω τις απόψεις μου, σε μια τόσο σημαντική συνάντηση.

Ο προληπτικός σχεδιασμός στην αντιμετώπιση των δασικών πυρκαγιών, αφορά όπως είναι φυσικό όλες τις ενέργειες που γίνονται εκ των προτέρων για να αντιμετωπισθεί το φαινόμενο και έχει να κάνει με το σύνολο της οργάνωσης του αντιπυρικού αγώνα. Η εισήγηση όπως φαίνεται και από τον τίτλο της αφορά μόνο την πρόληψη των δασικών πυρκαγιών όπως αυτή εννοιολογικά αφορά τις ευθύνες και τις υποχρεώσεις της Δασικής Υπηρεσίας.

Το θέμα της οργάνωσης του προληπτικού σχεδιασμού και της πρόληψης των δασικών πυρκαγιών έχει απασχολήσει το Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών της Θεσσαλονίκης εδώ και πολλά χρόνια. Το ξεκίνημα έγινε με τη δημιουργία του Εργαστηρίου Δασικών Πυρκαγιών, το οποίο διηύθυνα και στο οποίο πραγματοποιήθηκαν πολλά και σημαντικά ερευνητικά προγράμματα που έχουν σχέση με τις δασικές πυρκαγιές, όπως το πρόγραμμα Science for Stability του ΝΑΤΟ, ο EFAISTUS, ο ΑΘΩΣ, το πρόγραμμα για την μεταπυρική διαχείριση του Σέιχ Σου, ενώ τώρα ξεκινά ένα πολύ φιλόδοξο πρόγραμμα εφαρμογής επίγειων και εναέριων μεθόδων τηλεματικών μεθόδων ανίχνευσης των δασικών πυρκαγιών το ΣΙΘΩΝ.

Ο προβληματισμός που θέσαμε από την αρχή στο θέμα της αποτελεσματικής αντιμετώπισης των δασικών πυρκαγιών είναι να καθορίσουμε τι πραγματικά σημαίνει πρόληψη των δασικών πυρκαγιών και ποιος μπορεί να καθορίσει τις έννοιες και τις αναγκαιότητές της; Για παράδειγμα αποτελεί την ουσία της πρόληψης η δημιουργία δικτύων παρατηρητηρίων, ομβροδεξαμενών, υδροστομίων ή αντιπυρικών ζωνών ή πρόληψη σημαίνει να μην ανάψει το σπίρτο που θα προκαλέσει την πυρκαγιά; Και αν όλα τα παραπάνω εντάσσονται στην πρόληψη πώς και από ποιον αξιολογούνται, ώστε να υπάρχει μεγαλύτερη απόδοση και κυρίως Εθνική αξιοπιστία για την αποτελεσματικότητα της προσπάθειας;

Επικρατούσα κατάσταση στο σχεδιασμό πρόληψης των δασικών πυρκαγιών.

Για να μπορέσουμε να πλησιάσουμε με επιστημονικό και αντικειμενικό τρόπο την αλήθεια, ώστε να κάνουμε ως Επιστημονικό Ίδρυμα ορθές και αποδοτικές προτάσεις, καταγράψαμε την επικρατούσα κατάσταση.

Στη χώρα μας το πρόβλημα της πρόληψης των δασικών πυρκαγιών μέχρι και σήμερα στηρίζεται στη φιλοσοφία, κυρίως της μείωσης της καύσιμης ύλης και τη δημιουργία περισσότερων εμποδίων στη φωτιά, όταν αυτή εκδηλωθεί, στην οργάνωση εκ των προτέρων των μέσων και των δυνάμεων καταστολής και στη μείωση του χρόνου επισήμανσης και πρώτης προσβολής. Παρόλη την καλή διάθεση και την τεράστια προσπάθεια των εμπλεκομένων υπηρεσιών τα αποτελέσματα δεν είναι καθόλου ικανοποιητικά. Και ας μην ξεγελάσει κανέναν η ύφεση των τελευταίων τριών χρόνων. Είναι η συνηθισμένη ύφεση που ακολουθεί τις χρονιές με μεγάλες πυρκαγιές. Στα δάση μας ξανασυγκεντρώνονται κάθε χρόνο τεράστιες ποσότητες καύσιμης ύλης (ξύλα, ρητίνες, αιθέρια έλαια κ.λ.π.), που θα πρέπει να μας κάνει ακόμη περισσότερο ανήσυχους. Παρά τους προσεχτικούς σχεδιασμούς και τους προγραμματισμούς θα υπάρχουν πάντα αρκετές ημέρες του χρόνου, που οι καιρικές συνθήκες θα είναι τέτοιες, ώστε ούτε και οι πλέον προηγμένες τεχνολογικά δασοπυροσβεστικές υπηρεσίες να μπορούν να τις ελέγξουν (συμβαίνει στην μεσογειακή κλιματική ζώνη της Αμερικής της Αυστραλίας κ.λ.π.). Από τη στιγμή που θα ξεσπάσει η φωτιά ο έλεγχος της εξαρτάται από δεκάδες παράγοντες που θα επηρεάσουν την εξέλιξή της (χρόνος εντοπισμού, χρόνος πρώτης προσβολής, προσβασιμότητα, ανάγλυφο, διαθέσιμο νερό, είδος καύσιμης ύλης, διαθέσιμο προσωπικό κ.λ.π.).

Στη χώρα μας όσοι ασχολήθηκαν μέχρι τώρα με την πρόληψη των δασικών πυρκαγιών, δέχθηκαν a priori ότι τις φωτιές τις προκαλούν εκούσιοι εμπρηστές και επομένως αφού είναι μη ελεγχόμενοι, κάθε προσπάθεια μείωσης των επεισοδίων θεωρείται αναποτελεσματική. Έτσι ο όρος πρόληψη περιορίσθηκε σε αποσπασματικές ενέργειες κυρίως των περιφερειακών Δασικών Υπηρεσιών και αφορούν διαχειριστικά μέτρα, όπως απομάκρυνση του υπορόφου, αραιώσεις, εμπλουτισμό των δασών με δύσφλεκτα είδη ή γίνονται διάφορες κατασκευές, όπως διάνοιξη αντιπυρικών ζωνών, βελτίωση των δρόμων προσπέλασης, δημιουργία ομβροδεξαμενών, πυροφυλακίων κ.λ.π. Στα σχέδια πρόληψης των δασικών πυρκαγιών ο άνθρωπος ως ακούσιος εμπρηστής δεν συμπεριλήφθηκε σχεδόν ποτέ.

Ακόμη όμως και σε αυτά τα αποσπασματικά μέτρα, ο βαθμός ενεργειών προς αυτή την κατεύθυνση και η αποτελεσματικότητά τους, είναι απόλυτα συνδεδεμένος με την ικανότητα, το μεράκι, τις γνώσεις, τα μέσα και τις πιστώσεις που διαθέτουν οι επιφορτισμένοι υπάλληλοι των διαφόρων περιφερειακών δασαρχείων. Τα πάντα εξαρτώνται από την απόδοση μιας Υπηρεσίας που ενώ πραγματοποίησε θαύματα, διατηρώντας σε μεγάλο βαθμό τα δάση, κατά τη διάρκεια δύο παγκοσμίων πολέμων, εμφυλίων σπαραγμών και της σύγχρονη επέλασης των καταπατητών, εν τούτοις απαξιώθηκε από το κράτος και τους πολίτες του, θεωρήθηκε υπαίτιο για την ανθρώπινη αδυναμία ελέγχου των φυσικών φαινόμενων, δεν προστατεύθηκε από τα Πανεπιστημιακά και τα Ερευνητικά Ιδρύματα και τελικά οδηγήθηκε στο σημερινό μαρασμό και την κούραση που προκαλεί η απογοήτευση, της μη αναγνώρισης και της άδικης συμπεριφοράς.

Ένα άλλο πρόβλημα στους σχεδιασμούς πρόληψης είναι η ουσιαστική απώλεια συσσωρευμένης εμπειρίας. Το χρονικό κενό που δημιούργησε η καθυστέρηση κάλυψης με αναγκαίο προσωπικό των δασαρχείων, προκάλεσε ένα μεγάλο χάσμα μεταλαμπάδευσης γνώσης και εμπειρίας από τους παλιότερους προς τους νεώτερους. Έτσι τον όποιο σχεδιασμό της πρόληψης των δασικών πυρκαγιών καλούνται να υλοποιήσουν από τη μια οι έμπειροι, αλλά ουσιαστικά αποστρατευμένοι δασολόγοι που υποχρεώθηκαν να αναλώσουν την καριέρα τους όχι στη διαχείριση, αλλά στην αστυνόμευση των δασών και από την άλλη οι άπειροι νέοι συνάδελφοι, που προσελήφθησαν πρόσφατα και που μπορεί να έχουν μεράκι, αλλά στερούνται της εμπειρίας.

Το χειρότερο όλων είναι ότι ακόμη και έτσι οι σχεδιασμοί γίνονται κάτω από τρομακτικές πιέσεις της κοινής γνώμης, η οποία ενημερώνεται για τα θέματα των δασικών πυρκαγιών, όχι από το επίσημο κράτος, αλλά από τα διάφορα ΜΜΕ. Είναι εύκολο να διαπιστώσει κάποιος ότι σε μια πυρόπληκτη χώρα όπως η δική μας δεν υπάρχει σχεδιασμός επιστημονικής ενημέρωσης των πολιτών σε θέματα πρόληψης, καταστολής των δασικών πυρκαγιών, ούτε και ενημέρωση για τις ανάγκες της μεταπυρικής διαχείρισης των καμένων δασικών εκτάσεων. Η μεταφορά γνώσης γίνεται από τους αργόσχολους αδαείς μόνιμους επισκέπτες των παραθύρων των ειδήσεων που μας ταλαιπωρούν μόνιμα και επί παντός επιστητού από τα παράθυρα των καναλιών. Η παραπληροφόρηση οδήγησε στην επικρατούσα αντίληψη ότι πίσω από κάθε φωτιά βρίσκεται και ένας κακόβουλος εμπρηστής. Οι πυρκαγιές της Αττικής οφείλονται σε καταπατητές, οι φωτιές των αιγαιοπελαγίτικων νησιών σε πράκτορες άλλων χωρών που επιβουλεύονται τον τουρισμό μας, οι πυρκαγιές των παραλιακών δασών μας σε αποσταθεροποιητές της πολιτικής μας ζωής κ.λ.π. Και η ιδέα αυτή πέρασε σήμερα σε ολόκληρη την ελληνική κοινωνία, βολεύοντας το Δήμαρχο διότι απαλλάσσεται η χωματερή του, τις δασοπυροσβεστικές υπηρεσίες για την φαινομενικά χαμηλή απόδοσή τους, τις κυβερνήσεις για τις μειωμένες πιστώσεις κ.ο.κ.

Κανείς δεν μπορεί να ισχυρισθεί, ότι δεν υπάρχουν εκούσιοι εμπρηστές. Όμως η διαρκής επίκληση τους δημιούργησε μεγάλα προβλήματα και συνετέλεσε στην κατακόρυφη αύξηση των δασικών πυρκαγιών από αμέλεια. Σήμερα και ο τελευταίος πολίτης είναι πεπεισμένος ότι εφόσον ο ίδιος δεν έχει πρόθεση να κάψει το δάσος, δεν έχει και τον τρόπο να το κάνει. Όλοι μας πιστεύουμε ότι για να προκαλέσεις πυρκαγιά, πρέπει να είσαι επαγγελματίας εμπρηστής. Πρέπει να γνωρίζεις το είδος της καύσιμης ύλης και την τοπογραφία, να έχεις την πρόγνωση του καιρού και να διαθέτεις υπερσύγχρονους εμπρηστικούς μηχανισμούς. Έτσι σήμερα μετατραπήκαμε στην εφησυχάζουσα κοινωνία που δεν προσέχει ούτε που πετά το αναμμένο τσιγάρο. Μπορεί κάποιος να καίει τα χόρτα στην αυλή του σπιτιού του, σε ημέρες υψηλού κινδύνου, χωρίς κανείς να του κάνει παρατήρηση, αλλά να θεωρηθεί και να κατηγορηθεί ως ύποπτος εμπρησμού επειδή κάποτε η πολιτεία του έδωσε τίτλους κυριότητας σε εκτάσεις που σήμερα αποτελούν τμήματα περιαστικών δασών.

Πρόληψη του ξεκινήματος της φωτιάς.

Στην πραγματικότητα τα διαχειριστικά μέτρα και οι διάφορες κατασκευές από μόνα τους δεν αποτελούν πρόληψη, αλλά απλά μειώνουν την ταχύτητα επέκτασης της φωτιάς, μετά το άναμμά της. Εάν αυτά τα μέτρα αποτελούσαν πρόληψη, τότε τα πολύ καλά προστατευμένα επώνυμα περιαστικά δάση δεν θα έπρεπε να καίγονται, τουλάχιστον τόσο συχνά.

Σήμερα σε πολλές πυρόπληκτες χώρες το βάρος των σχεδιασμών της πρόληψης των δασικών πυρκαγιών εστιάζεται κυρίως στην προσπάθεια να μην ανάψει το σπίρτο και δίνουν μεγάλη έμφαση της προσπάθειας πρόληψης προς αυτή την κατεύθυνση. Το άναμμα του σπίρτου γίνεται από τον άνθρωπο και στόχος της προσπάθειάς τους είναι η ενημέρωση των πολιτών σε θέματα που έχουν σχέση με τους ακούσιους εμπρησμούς.

Είναι αλήθεια ότι και στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια έγιναν ορισμένες προσπάθειες από διάφορες υπηρεσίες για ενημέρωση των πολιτών σε θέματα πρόληψης δασικών πυρκαγιών. Όμως η αποσπασματική ενημέρωση των διαφόρων υπουργείων τις περισσότερες φορές έφερε μόνο σύγχυση και μερικές φορές και εκνευρισμό. Για παράδειγμα όταν το 2000 η Ελλάδα καίγονταν από άκρη σε άκρη στα κανάλια της τηλεόρασης έπαιζαν σποτάκια που ενημέρωναν απελπισμένους πολίτες που έχασαν τις περιουσίες τους στις φλόγες, πόσους υπολογιστές ή πόσα οχήματα διαθέτει η Πυροσβεστική Υπηρεσία και πόσο καλά εκπαιδεύεται το προσωπικό της. Στη συνέχεια βγήκαν σποτάκια που παρότρυναν τον κόσμο να αγαπήσει τα δάση, γιατί έτσι αυτά θα σωθούν, λες και υπάρχουν άνθρωποι που να μισούν τα δάση. Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι αυτές οι προσπάθειες έγιναν με αγαθή πρόθεση, όμως δυστυχώς απουσίαζε η απαραίτητη γνώση και η ευαισθησία. Μερικές από αυτές ήταν μειωτικές για την αντίληψη των πολιτών και αδικούσαν την Πυροσβεστική Υπηρεσία, η οποία την ίδια περίοδο έκανε τιτάνιο αγώνα σε μια άνιση μάχη με τις φλόγες σε ολόκληρη την επικράτεια.

Το χρόνο που μας πέρασε έγινε μια σοβαρότερη προσπάθεια και τα σποτάκια έδιναν μερικές ουσιαστικές συμβουλές, με επαγγελματικό τρόπο. Όμως η ευχάριστη έκπληξη ήλθε από τα καθημερινά δελτία με το χάρτη επικινδυνότητας της χώρας από τη Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας. Μπορεί η αποτελεσματικότητά του να αμφισβητήθηκε ακόμη και δημόσια από την ηγεσία της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, όμως τα αποτελέσματα που υπήρξαν δικαιώνουν την προσπάθεια και αυτό θα ήταν άδικο και λάθος να μην καταγραφεί και να μην ληφθεί υπόψη στους μελλοντικούς σχεδιασμούς.

Προτάσεις.

Πολλά θα μπορούσε να πει κανείς για την επικρατούσα κατάσταση στην πρόληψη των δασικών πυρκαγιών. Όμως η απαρίθμηση των κακώς κείμενων βοηθά αλλά δεν δίνει λύσεις. Τις λύσεις τις δίνουν συγκεκριμένες προτάσεις και ο διάλογος που τις ακολουθεί. Ήμαστε μια χώρα που από την πρώτη στιγμή που κατοικήθηκε συνυπάρχει με τις δασικές πυρκαγιές, και σήμερα μερικές χιλιάδες χρόνια μετά, κανείς δεν πρέπει να αισθάνεται υπερήφανος που δεν γνωρίζουμε τίποτε γι’ αυτές.

Εκείνο που προτείνουμε να γίνει είναι ο σχεδιασμός της αντιπυρικής προστασίας σε κεντρικό επίπεδο, με υποχρεωτική εφαρμογή στην περιφέρεια. Ο σχεδιασμός θα πρέπει να γίνει από αυτούς που έχουν από το νόμο την ευθύνη της πρόληψης δηλαδή το Υπουργείο Γεωργίας και ιδιαίτερα της Δασικής Υπηρεσίας. Κανείς άλλος δεν δικαιούται ούτε πρέπει να επιτρέπεται να εμπλέκεται στο θέμα αυτό. Περιπλέκουν επικίνδυνα την ποιότητα και την αξιοπιστία του σχεδιασμού αλληλοσυγκρουόμενες πληροφορίες, που προέρχονται από διάφορες κρατικές υπηρεσίες και οργανισμούς. Ακόμη πρέπει να απαγορευθεί χωρίς την άδεια της Δασικής Υπηρεσίας οι πρωτοβουλίες ενημέρωσης σε θέματα πρόληψης δασικών πυρκαγιών από ιδιώτες.

Η Κεντρική Δασική Υπηρεσία θα πρέπει να αναλάβει άμεσα, τώρα από το χειμώνα να εκπονήσει το πρόγραμμα πρόληψης των δασικών πυρκαγιών και ο σχεδιασμός να προβλέπει διάρκεια πολλών χρόνων. Το συντονισμό του σχεδιασμού πρέπει να αναλάβει ολιγομελής ευκίνητη ομάδα εξειδικευμένων στελεχών της κεντρικής δασικής υπηρεσίας και ειδικών επιστημόνων που έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Το ευέλικτο σχήμα θα δίνει τη δυνατότητα της γρήγορης αντίδρασης σε εξαιρετικά γεγονότα και της άμεσης αφομοίωσης της γνώσης που παρέχει η εθνική και η παγκόσμια έρευνα.

Η ομάδα αυτή θα αναλάβει την ευθύνη να βρίσκει κατά περίπτωση το κατάλληλο δυναμικό, που θα είναι ικανό να σχεδιάσει και να υλοποιήσει ένα σοβαρό και αποδοτικό πρόγραμμα πρόληψης των δασικών πυρκαγιών. Οι δασικές πυρκαγιές είναι σύνθετες και αφορούν ολόκληρο τον πληθυσμό. Έχουν οικολογική, οικονομική, κοινωνική, τουριστική, αισθητική, προστατευτική, εθνική διάσταση. Δασολόγοι, κοινωνιολόγοι, διαφημιστές, επικοινωνιολόγοι, ψυχολόγοι, πυροσβέστες, εκπαιδευτικοί, θα μπορέσουν με την ευθύνη της προτεινόμενης κεντρικής επιτροπής να κάθονται στο ίδιο τραπέζι και να καθορίσουν τις βασικές πρωτοβουλίες για την ουσιαστική πρόληψη των δασικών πυρκαγιών.

Η Επιτροπή Σχεδιασμού Πρόληψης Δασικών Πυρκαγιών θα πρέπει να κινηθεί προς τις εξής κατευθύνσεις.

1. Να επανακαθορισθεί η βασική έννοια «πρόληψη των δασικών πυρκαγιών» και οι στόχοι της. Ίσως αυτό ακούγεται υπερβολικό όμως η πρόληψη στη γενική έννοιά της, όπως αυτή καταγράφεται και στον τίτλο του συνεδρίου, (Προληπτικός Σχεδιασμός στην Αντιμετώπιση των Δασικών Πυρκαγιών) αφορά μέχρι και οργανωτικά θέματα της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, που δεν έχει διοικητική ή άλλη εξάρτηση από τη Δασική Υπηρεσία, ούτε από τα μέτρα που αυτή παίρνει. Επίσης είναι βασικό να καθορισθεί εάν η προσπάθεια επικεντρώνεται μόνο στην πρόληψη των πυρκαγιών ή θα περιλάβει και τη μείωση των αρνητικών επιπτώσεων των πυρκαγιών. Εάν η μείωση των αρνητικών επιπτώσεων θεωρηθεί πιο σημαντική, τότε αυτό σημαίνει ότι η πολιτική πρόληψης θα πρέπει να αλλάξει. Από την προστασία του δάσους η πρόληψη θα μεταφερθεί κυρίως στην προστασία των ανθρώπων και των περιουσιών τους.

2. Να επανακαθορίσει τις αναγκαιότητες όλων των κλασσικών έργων πρόληψης εξάπλωσης των δασικών πυρκαγιών. Τα γνωστά μέχρι σήμερα έργα και οι ενέργειες που έχουν σχέση με τις δασικές πυρκαγιές, πρέπει να αξιολογηθούν από την αρχή. Όσα θα θεωρηθούν ότι είναι μη αποτελεσματικά θα σταματήσουν να γίνονται, για δε τα υπόλοιπα θα δημιουργηθούν προδιαγραφές. Με τον τρόπο αυτόν θα είναι εύκολος και ελεγχόμενος ο προγραμματισμός των δαπανών για τα έργα πρόληψης της εξάπλωσης των δασικών πυρκαγιών. Όταν οι πιστώσεις για την πλήρη δασική προστασία θα είναι εκτιμιταίες με σχετική ακρίβεια, τότε θα είναι πιο εύκολα απαιτητές και διεκδικίσιμες. Εάν, για παράδειγμα, οι αντιπυρικές ζώνες είναι αποτελεσματικές τότε να γίνουν και στη Σάμο ή στην Σκόπελο και αν δεν χρειάζονται να σταματήσουν να πληγώνουν το τοπίο στη Σιθωνία ή την Κασσάνδρα. Εάν αποφασισθεί ότι πρέπει να γίνονται θα πρέπει να καθορίζεται το ιδανικό πλάτος τους και η γωνία τους σε σχέση με την κατεύθυνση των επικρατούντων ανέμων και όχι να εξαρτώνται από τις επιθυμίες του μπουλντοζιέρη. Άλλο παράδειγμα είναι η επιχειρούμενη μείωση της καύσιμης βιομάζας, με την αφαίρεση των θάμνων κάτω από τα δένδρα. Μπορεί να μειώνεται ο κίνδυνος πυρκαγιάς, όμως πρέπει να καθορισθεί ο επιτρεπόμενος βαθμός αφαίρεσης, ώστε να μην μετατρέπονται υγιή δάση σε ανάπηρα οικοσυστήματα, τα οποία κινδυνεύουν να καταρρεύσουν στις πρώτες ακραίες κλιματικές συνθήκες ή αργοπεθαίνουν από την αύξηση των προσβολών από έντομα ή μύκητες.

3. Οι σχεδιασμοί θα πρέπει να περιλαμβάνουν και την εξασφάλιση οικολογικών αναγκών των φυτών. Για παράδειγμα είναι σήμερα παραδεκτό σχεδόν από ολόκληρη την επιστημονική κοινότητα ότι υπάρχει ισχυρή οικολογική σχέση δασικών πυρκαγιών και μεσογειακών οικοσυστημάτων. Εάν τα μοντέλα από τον αποκλεισμό των δασικών πυρκαγιών δείξουν ότι διαταράσσεται η οικολογική συνέχεια εκατομμυρίων χρόνων και τα οικοσυστήματα κινδυνεύουν με μη αναστρέψιμες υποβαθμίσεις θα πρέπει να καθορισθούν οι λύσεις, ώστε και το δάσος να μην καίγεται και η αναγέννησή του και η ανανέωσή του να εξασφαλίζεται.

4. Η επιτροπή θα καθορίσει χάρτες δασών που κινδυνεύουν από μόνιμη υποβάθμιση εξαιτίας των δασικών πυρκαγιών. Μπορεί τα μεσογειακά δάση να καίγονται ευκολότερα και συχνότερα, όμως πάντα αναγεννώνται. Υπάρχουν όμως άλλα δάση με δένδρα μη προσαρμοσμένα στη φωτιά, τα οποία όταν καούν μια φορά, χάνουν για πάντα το δασικό χαρακτήρα τους. Για παράδειγμα, οι πυρκαγιές των ελατοδασών του Μαίναλου, οδήγησαν σε μια ολοκληρωτική και μη αναστρέψιμη διαταραχή του οικοσυστήματος, αφού η αναγέννηση της ελάτης αποδεικνύεται παντελώς αδύνατη, στα απογυμνωμένα και εκτεθειμένα στις ηλιακές ακτινοβολίες εδάφη.

5. Η σημαντικότερη όμως υποχρέωση της Επιτροπής θα είναι ο καθορισμός του τρόπου ενημέρωσης των πολιτών για την αποφυγή πρόκλησης πυρκαγιών από αμέλεια και γενικά για την ασφαλή διαβίωση.

Θα πρέπει να σχεδιασθεί εξ αρχής ένα πλάνο ενημέρωσης το οποίο θα ακολουθείται υποχρεωτικά με μεγάλη αυστηρότητα.

Θα καθορισθούν οι ομάδες υψηλού κινδύνου για την πρόκληση των δασικών πυρκαγιών και θα καθορισθούν επί μέρους προγράμματα προσέγγισης και ενημέρωσης (εργαζόμενοι στα δάση, μελισσοκόμοι, κυνηγοί κ.λ.π.).

Θα δημιουργηθούν εκπαιδευτικά προγράμματα για μαθητές και φοιτητές, και μέσα από σεμινάρια θα διοχετευθούν στους εκπαιδευτικούς. Η επιτροπή θα πρέπει να επιβλέψει στη δημιουργία ενός προγράμματος ενημέρωσης των μαθητών σε θέματα πρόληψης και προστασίας από τις πυρκαγιές. Στην Ελλάδα τέτοιες προσπάθειες γίνονται αποσπασματικά και απρογραμμάτιστα και βασίζονται περισσότερο στο μεράκι και στην αγάπη για το δάσος μερικών εκπαιδευτικών, χωρίς να αποτελούν τμήμα ενός ευρύτερου και αποτελεσματικού και σύγχρονου εκπαιδευτικού προγράμματος. Οργάνωση διαγωνιστικών εκθέσεων και ομαδικών εργασιών, με την αθλοθέτηση βραβείων θα φέρει πολύ καλά αποτελέσματα.

Θα δημιουργηθούν προγράμματα ενημέρωσης σε παραδασόβιους πληθυσμούς των περιαστικών δασικών περιοχών, ώστε να μην προκαλούν πυρκαγιές από τις καθημερινές δραστηριότητες (άναμμα ψησταριάς, κάψιμο χόρτων, χρήση οξυγονοκόλλησης κ.λ.π.)

Θα δημιουργηθούν σποτάκια για την τηλεόραση που θα αφορούν, ολόκληρο τον πληθυσμό.
Τα προγράμματα γενικής ενημέρωσης θα πρέπει να διαθέτουν ποικιλία έκφρασης. Να έχουν αποδέκτες παιδιά και ενήλικες. Να έχουν πληροφορίες για τους πεδινούς ή παραλιακούς πληθυσμούς και για τους ορεινούς πληθυσμούς. Να έχουν υψηλή αισθητική και να προκαλούν ενδιαφέρον. Η έκφραση και τα μέσα να ανανεώνονται συχνά, ώστε να παρακολουθούνται με ενδιαφέρον. Κυρίως όμως να σέβονται το δέκτη και να μην προσβάλουν τη νοημοσύνη του. Δεν χρειάζεται σε ενήλικες να αναφέρονται οι ωφέλειες και η ομορφιά του δάσους, αλλά τι θα πρέπει να γνωρίζει για να μην καταστρέψει αυτή την ομορφιά.

Ένα άλλος σκοπός της Επιτροπής Σχεδιασμού Πρόληψης Δασικών Πυρκαγιών είναι να προκαλεί τη συνεργασία των κρατικών φορέων δασοπροστασίας, των εθελοντών και του κοινού. Οι εθελοντές μέσα από τη βελτίωση των δομών τους που προβλέπουν διάφορα νομοσχέδια, μπορούν να βοηθήσουν πολύ στην διαπαιδαγώγηση του κοινού, ιδίως σε σχολεία, αλλά και ελεγχόμενες περιοχές δασικής αναψυχής μέσα στα δάση.

Εκτός από τα σχολεία, σχεδιασμοί ενημέρωσης πρέπει να γίνονται και για όλες τις οργανωμένες ομάδες που έχουν την ευχέρεια να συγκεντρώνουν τα μέλη τους, όπως στρατιώτες, πρόσκοποι, σύλλογοι. Το υλικό διαλέξεων ανεξαρτήτων ομιλητών και το οπτικοακουστικό υλικό θα πρέπει να υπόκειται στην έγκριση της επιτροπής ή της Δασικής Υπηρεσίας.

Επίσης θα πρέπει να δημιουργείται διαρκώς υλικό για μπροσούρες, φεϊγβολάν, πινακίδες, διαφημίσεις, κάρτες τηλεφώνων, αυτοκόλλητων, γραμματοσήμων, ανακοινώσεις στον τύπο, κ.λ.π.

Θα πρέπει να επανακαθορισθούν ή να επαναδραστηριοποιηθούν οι ελεγχόμενοι χώροι αναψυχής στα δάση. Θα πρέπει να καθορισθούν οι προδιαγραφές αυτών των θέσεων, ώστε να δημιουργούν συνθήκες ασφαλείας των επισκεπτών. Εκεί όχι μόνο η χρήση της φωτιάς θα ελέγχεται από τους υπαλλήλους και θα αυτοελέγχεται από τους ίδιους τους επισκέπτες, αλλά θα δίνεται η δυνατότητα επαφής και ενημέρωσης με τους πολίτες των πυροσβεστών, των δασικών υπαλλήλων και των εθελοντών δασοπυροσβεστών.

Τέλος θα πρέπει η προτεινόμενη Επιτροπή Σχεδιασμού Πρόληψης Δασικών Πυρκαγιών να δραστηριοποιήσει στη χώρα μας το πρόγραμμα κόκκινη σημαία. Σε συνεργασία με τη Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας που εκδίδει καθημερινά το δελτίο επικινδυνότητας θα πρέπει στις περιοχές όπου οι προβλέψεις σημαίνουν συναγερμό να σηκώνεται η κόκκινη σημαία. Όλα τα κρατικά μηχανικά μέσα της δασικής και πυροσβεστικής υπηρεσίας, όλα τα κτίρια που βρίσκονται στα κινδυνεύοντα δάση και στους δρόμους πρόσβασης θα έχουν ανηρτημένη την κόκκινη σημαία. Το ραδιόφωνο, οι εφημερίδες, η τηλεόραση, θα ανακοινώνουν τις περιοχές της χώρας όπου είναι ανηρτημένη η κόκκινη σημαία. Η ανύψωσή της θα επιδρά θετικά στην ψυχολογία των πολιτών, καθώς θα έχουν συνεχώς την υπενθύμιση μπροστά τους. Παράλληλα στις περιοχές κόκκινης σημαίας, θα απαγορεύονται διάφορες επαγγελματικές ασχολίες, όπως η χρήση αλυσοπρίονων, συγκολλητικών συσκευών, κάπνισμα μελισσών, χρήση οποιασδήποτε φωτιάς.

Μεγάλο μέρος των δαπανών υλοποίησης των προγραμμάτων αυτών μπορεί να καλύπτεται μέσα από χορηγίες. Η αναγραφή της φίρμας των χορηγών, που θα θεωρηθεί ως κοινωνική προσφορά, θα δημιουργήσει ρεύμα προσφορών.

Στα πλαίσια του προγράμματος ΣΙΘΩΝ έχουμε κάνει ολοκληρωμένους σχεδιασμούς, στο Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών. Προβλέπεται η δημιουργία ιστοσελίδων, με θέματα που έχουν σχέση με την ασφαλή διαβίωση κοντά και μέσα σε πυρόπληκτα οικοσυστήματα. Θα είναι κάτι ανάλογο με το αμερικανικό FIREWISE. Όμως αυτή, όπως και κάθε άλλη προσπάθεια θα είναι αποσπασματική, αφού δεν θα εμπεριέχεται σε κάποιον ευρύτερο κεντρικό σχεδιασμό.


Επίλογος

Η ανάγκη δημιουργίας μια εθνικής κεντρικής πολιτικής στο θέμα της πρόληψης των δασικών πυρκαγιών, δεν αμφισβητείται από κανέναν. Οι περιφερειακές δασικές μονάδες χρειάζονται ουσιαστική στήριξη και καθοδήγηση για να είναι η προσπάθειά τους αποδοτική.

Η ανάληψη πρωτοβουλιών από τη Δασική Υπηρεσία στο θέμα της πρόληψης των δασικών πυρκαγιών, θα δώσει τη δυνατότητα να φωνάξει ξανά το παρόν στην Ελληνική κοινωνία. Θα αποδείξει ότι είναι πάντα εδώ και μάχεται μέσα στα βουνά, για να δημιουργήσει συνθήκες ασφαλείας για τους πολίτες και τα δάση μας.

Εύχομαι και ελπίζω ότι η σημερινή συνάντηση δεν θα αποτελέσει μια φιλική συνεύρεση, αλλά ότι είναι η απαρχή της απαλλαγής της Δασικής Υπηρεσίας από την εσωστρέφεια και την ντροπαλοσύνη που την διακρίνει μέχρι τώρα. Ότι θα κάνει το γενναίο βήμα και θα βγει στο σανίδι της κοινωνικής μας ζωής, όπου και θα συμβουλεύει, θα παροτρύνει και κυρίως θα απαλλάξει τα δάση μας από τις αναίτιες καταστροφές που προκαλούν οι καλόπιστοι χρήστες τους.

Εύχομαι επίσης και τα Πανεπιστημιακά και Ερευνητικά Ιδρύματα να στηρίξουν το έργο της Δασικής Υπηρεσίας σε κεντρικό και περιφερειακό επίπεδο. Να βοηθήσουμε όλοι ώστε να ξαναεπιστρέψει η φρεσκάδα της παλιάς δασικής υπηρεσίας, όταν το προσωπικό της απολάμβανε την εκτίμηση ολόκληρου του πληθυσμού.

Οφείλουμε όλοι μας δασολόγοι της πράξης και των πανεπιστημιακών και ερευνητικών ιδρυμάτων, να εκπαιδεύσουμε τον κόσμο να μάθει να ζει με τις δασικές πυρκαγιές, χωρίς να τις φοβάται και κυρίως χωρίς να τις προκαλεί.

Love Grows

Love in the Forest 2

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΛΕΜΙΘΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

Μαθαίνοντας να ζούμε με τις Δασικές Πυρκαγιές

Wednesday, July 18, 2007

Οι αναδασώσεις πυρόπληκτων περιοχών στην Ελλάδα


Οι αναδασώσεις πυρόπληκτων περιοχών στην Ελλάδα:
Μύθοι και Πραγματικότητες.

(Ανακοινώθηκε σε Ημερίδα του ΤΕΙ Δασοπονίας Δράμας την 5-6-2003)

Παύλος Κωνσταντινίδης
Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών Θεσσαλονίκης
e-mail: pavkon@fri.gr

Περίληψη

Η μεταπυρική διαχείριση των δασών στην Ελλάδα αποτελεί ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα. Όλη η διαδικασία κινείται μεταξύ του μύθου, που είναι αυτό που θα έπρεπε να γίνεται σε κάθε περίπτωση και του πραγματικού, που είναι αυτό που τελικά γίνεται. Οι μύθοι και οι αντίστοιχες πραγματικότητες κινούνται σε πολλά επίπεδα. Μύθους αποτελούν όλα όσα απαιτεί η επιστήμη της οικολογίας για αποδοτικές αναδασώσεις οι οποίες θα μπορούν να οδηγήσουν σε βιώσιμα οικοσυστήματα και τα οποία δυστυχώς αγνοούνται από τους διαχειριστές είτε από άγνοια, είτε κυρίως από την πίεση των τοπικών κοινωνιών για άμεση αποκατάσταση των καμένων εκτάσεων.

Εντοπίζονται οκτώ αδύνατα σημεία στη διαδικασία των μεταπυρικών επεμβάσεων, που έχουν να κάνουν κυρίως με την επιλογή των ειδών προς φύτευση, με την έλλειψη κεντρικών σχεδιασμών στη διαχείριση και στην παραγωγή φυταρίων, με την επιλογή των περιοχών που αποφασίζονται αναδασώσεις και με την ανυπαρξία ουσιαστικής μελέτης των οικολογικών παραγόντων στις υπό αναδάσωση περιοχές.

Τονίζεται η απουσία της οικολογικής σκέψης των μεταπυρικών διαχειριστών και κυρίως η έλλειψη γνώσης των σύγχρονων τεχνολογιών, όπως τα Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών, που παρέχουν αξιόπιστες και αντικειμενικές πληροφορίες, ώστε να αποφεύγονται λανθασμένες επιλογές.

Προτείνεται η άμεση δημιουργία σε κεντρικό κρατικό επίπεδο κατάλληλων προδιαγραφών, οι οποίες να είναι υποχρεωτικές στην εφαρμογή από τις περιφερειακές δασικές υπηρεσίες, ώστε να μειωθούν οι αποτυχίες και οι αναίτιες διαταραχές των καμένων οικοσυστημάτων.

Η εργασία αυτή είναι αποτέλεσμα καταγραφής συμπεριφορών και διαδικασιών από πολίτες, υπηρεσίες και κράτος, που έγιναν κατά τη διάρκεια σημαντικών ερευνητικών προγραμμάτων που είχαν σχέση με τις δασικές πυρκαγιές και τους μεταπυρικούς σχεδιασμούς αποκατάστασης των καμένων εκτάσεων.

Εισαγωγή

Κατ’ αρχή θα ήθελα να ευχαριστήσω τους διοργανωτές της ημερίδας για την τιμή που μου έκαναν, προσκαλώντας με ως ομιλητή στο Ίδρυμά σας. Η πρόσκληση με τιμά ιδιαίτερα, διότι είναι κοινή διαπίστωση ότι το Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Δράμας συνεχίζει να διατηρεί μετά από πολλά χρόνια λειτουργίας την αρχική φρεσκάδα και τον πρώτο ενθουσιασμό των εκπαιδευτών και των εκπαιδευομένων του.

Η διαδικασία των αναδασώσεων είναι μια δύσκολη υπόθεση. Προϋποθέτει ότι οι σχεδιαστές τους θα πρέπει να ταυτίσουν τη λογική τους με τη λογική της φύσης, που έχει αποκτήσει δομές και νομοτέλειες που σφυρηλατήθηκαν κατά τη διάρκεια εκατομμυρίων χρόνων. Τα φυσικά οικοσυστήματα που αναπτύσσονται σε κάθε κομματάκι γης του πλανήτη μόνο τυχαία δεν βρίσκονται εκεί (McLean & Ivimay Cook 1968) . Μέσα από τις διαδικασίες της προσαρμογής και της φυσικής επιλογής στη φύση υπάρχει μια διαρκής εξέλιξή τους, αλλά πάντα, και ανάλογα με τις κλιματικές συγκυρίες, διατηρείται μια ισορροπία μεταξύ τους (Αθανασιάδης 1986). Και μέσα όμως στα ίδια τα οικοσυστήματα υπάρχει μια σταθερή διαδικασία όπου κάθε φυτικό είδος αποκτά το χώρο που το ανήκει, πάντα όμως σε μια ισορροπία με τα υπόλοιπα, που σταθεροποιεί το σύνολο του πληθυσμού και κάνει βιώσιμη ολόκληρη τη φυτοκοινωνία (Κωνσταντινίδης & Αθανασιάδης 1988).

Τα τελευταία χρόνια ο άνθρωπος παρεμβαίνει στη φύση με τα τεχνολογικά μέσα που επινόησε πολύ εύκολα και σε μεγάλες εκτάσεις. Η δύναμη που απέκτησε τον κάνει να παραβλέπει τις ανάγκες της φύσης για ισορροπία και σταθερότητα. Η ευκολία με την οποία μπορεί να ξηλώσει δάση και να φυτέψει νέα είδη, τον έκαναν να αισθάνεται δυνατότερος, σοφότερος και σημαντικότερος από τη φύση. Τις προσωπικές εμπειρίες που αποκτά στα 30-35 χρόνια που είναι ενεργός επαγγελματικά τις θεωρεί πολύ ορθότερες από τα εκατομμύρια χρόνια που λειτουργεί η φύση.

Αποτέλεσμα είναι να θεωρούμε μύθο ότι πρέπει να σεβόμαστε τη φύση και κάνουμε πραγματικότητα ό,τι θεωρούμε ότι είναι προς το συμφέρον μας. Χωρίς οικολογική ευαισθησία και γνώση παρεμβαίνουμε σε τεράστιες εκτάσεις. Άλλοτε με καλές προθέσεις και άλλοτε με ύποπτες. Αρκεί ένας σεβάσμιος γέροντας από την Άπω Ανατολή (περίπτωση Μασανόμπου Φουκουόκα) για να μας πείσει ότι μπορεί να μετατρέψει τη χώρα μας σε ζούγκλα και εμείς να τον πιστέψουμε (Οικονόμου, 1998). Πνιγμένοι στους καπνούς και τις ταχύτητες των πόλεων όπου μαζευτήκαμε και ζούμε τα τελευταία χρόνια αποξενωθήκαμε από τη φύση.

Υπήρξε μεγάλος προβληματισμός αν θα έπρεπε να αναφερθούμε σε αυτά που γίνονται ή σε αυτά που θα έπρεπε να γίνονται. Φυσικά σε ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα σημασία έχει η επιστημονική άποψη, όμως διαπιστώθηκε ότι η παρουσίασή της αποδυναμώνεται εάν παραβλεφθεί η πραγματική κατάσταση, η οποία όμως όταν αναφέρεται γίνεται δυσάρεστη και στεναχωρεί πολύ κόσμο. Όμως στα Επιστημονικά και στα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα οφείλουμε όλοι μας να ήμαστε ειλικρινείς. Πρέπει οι αλήθειες να λέγονται, να κοιτάμε τα προβλήματα κατάματα και να προτείνουμε λύσεις. Οι μεταπυρικές αναδασώσεις στη χώρα μας κινούνται μεταξύ μύθου και πραγματικότητας. Είναι αυτά που κάνουμε σωστά και αυτά που κάνουμε και νομίζουμε ότι είναι σωστά.

Η εργασία αυτή αποτελεί αποτέλεσμα καταγραφών συμπεριφορών και ενεργειών τόσο των Δασικών Υπηρεσιών, όσο και της Κεντρικής Κρατικής Διοίκησης και ολόκληρης της Ελληνικής κοινωνίας, κατά τη διάρκεια μιας σειράς ερευνητικών προγραμμάτων της τελευταίας δεκαετίας που πραγματοποιήθηκαν στο Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών της Θεσσαλονίκης και είχαν σχέση με τις δασικές πυρκαγιές και τις επιπτώσεις τους στο περιβάλλον.

1. Μύθος: Οι μεταπυρικές αναδασώσεις στη χώρα μας γίνονται με επιστημονικές αναλύσεις του χώρου (κλίμα, έδαφος κ.λ.π.).
Πραγματικότητα: Αποτελούν τμήμα μιας Εθνικής φιέστας κυρίως μετά από περιόδους μεγάλων περιαστικών πυρκαγιών.

Ανάλυση του χώρου σημαίνει ότι κάθε βασικός παράγοντας που επηρεάζει την ανάπτυξη των φυτών πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και να συνυπολογίζεται. Πολλές φορές, έστω και ένας παράγοντας να είναι αρνητικός για ένα είδος τότε μπορεί ολόκληρη η προσπάθεια να αποτύχει. Η αποτυχία δεν αφορά μόνο τις οικονομικές παραμέτρους των αναδασώσεων, αλλά κυρίως και την οικολογική διαταραχή που επιφέρεται στο φυσικό οικοσύστημα που προϋπήρχε, το οποίο όσο υποβαθμισμένο και αν είναι συνεχίζει να λειτουργεί και να δίνει ελπίδες μελλοντικής αναβάθμισης, εφόσον οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες που επέφεραν την υποβάθμιση (βοσκή, συχνές πυρκαγιές κ.λ.π.) έπαυαν να υπάρχουν.

Με την πρόοδο της τεχνολογίας η ανάλυση του χώρου είναι σήμερα μια σχετικά εύκολη διαδικασία. Τα Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών με τις δυνατότητες που διαθέτουν δίνουν τη δυνατότητα να αναλύεται κάθε τμήμα του εδάφους σε πολλαπλά επίπεδα πληροφοριών, τα οποία μπορούμε να επεξεργασθούμε, να υπολογίσουμε και να επεξεργασθούμε στατιστικά. Αυτό σημαίνει αντικειμενική πληροφορία χωρίς τα λάθη που επιφέρουν οι υποκειμενισμοί (Γκατζογιάννης & Γκολέτσος, 2001).

Δυστυχώς, η βραδύτητα με την οποία ανανεώνεται το προσωπικό της Δασικής Υπηρεσίας, της στερεί τη δυνατότητα της χρήσης των νέων τεχνολογιών. Η εκπαίδευση στις νέες τεχνολογίες που γίνεται στα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας, παραμένει αχρησιμοποίητη από την κρατική μηχανή και ουσιαστικά από το κοινωνικό σύνολο που σε τελευταία ανάλυση πληρώνει όλη αυτή την εκπαιδευτική διαδικασία. Έτσι όλα βασίζονται σε γνώσεις και εμπειρίες που δεν παύουν να αποτελούν υποκειμενική εκτίμηση των επιφορτισμένων υπαλλήλων με το σχεδιασμό και την υλοποίηση των αναδασώσεων.

Αυτό έχει ως πρόσθετο αποτέλεσμα οι αναδασώσεις να γίνονται από φυτά που προσφέρουν, για καθαρά διαφημιστικούς σκοπούς, ιδιωτικές εταιρίες (σούπερ-μάρκετ, εταιρίες τηλεφωνίας κ.λ.π.). Στη διαδικασία συμμετέχουν δυστυχώς πολλοί πολίτες (σωματεία, σύλλογοι) και κυρίως παιδιά, τα οποία θεωρούν ότι επιτελούν ένα ύψιστο καθήκον κακοποιώντας τη φύση και θεωρώντας ότι αναδάσωση σημαίνει άνοιγμα μιας τρύπας και τοποθέτησης μέσα σε αυτή με ό,τι βρεθεί μπροστά μας. Έτσι διαιωνίζεται το κακό μοντέλο των αναδασώσεων. Αναδασώσεις υπό τους ήχους οργάνων, με διαλείμματα για γύρο και σουβλάκι, αναμνηστικές φωτογραφίες και δηλώσεις στα ΜΜΕ μετατρέπουν μια πολύ σοβαρή διαδικασία παρέμβασης στη φύση, σε ένα λαϊκό πανηγύρι.

Προτάσεις:

  • Θα πρέπει άμεσα οι δασικές υπηρεσίες να στελεχωθούν με νέους επιστήμονες, ενημερωμένους για τις σύγχρονες οικολογικές απόψεις και τις σύγχρονες τεχνολογίες.
  • Να μην επιτρέπεται η χρήση φυτών ανεξέλεγκτα από μη κρατικούς φορείς.
  • Να σταματήσουν οι αναδασώσεις φιέστες, όπου η επιστημονική γνώση θυσιάζεται στη διαδικασία.
  • Να σχεδιασθεί και να υλοποιηθεί άμεσα πρόγραμμα ενημέρωσης των πολιτών, σε θέματα αναδασώσεων.

2. Μύθος: Οι αναδασώσεις γίνονται σε περιοχές που έχασαν οριστικά τα δάση τους εδώ και χιλιάδες χρόνια και δεν υπάρχει φυσικό αναγεννητικό υλικό (π.χ. αποδασωμένα νησιά).
Πραγματικότητα
: Προτιμώνται δασικές περιοχές που κάηκαν πρόσφατα και διαθέτουν τεράστιες ποσότητες φυσικού αναγεννητικού υλικού άρα αναγεννώνται από μόνες τους (π.χ. καμένες εκτάσεις).

Οι χώροι που επιδέχονται αναδασώσεις είναι οι υποβαθμισμένοι και θα μπορούσαμε να τους χωρίσουμε σε δύο κατηγορίες. Αυτοί που έχουν χάσει από χιλιάδες χρόνια τα δενδρώδη τους οικοσυστήματα και αποτελούν σήμερα θαμνοτόπια ή φρυγανοτόπια και αυτοί που έχουν υποβαθμισθεί πρόσφατα κυρίως από πυρκαγιές (Κωνσταντινίδης & Τσιουρλής, 1999).

Η πρώτη κατηγορία αφορά πρώην δασικές εκτάσεις, οι οποίες εξαιτίας της ανθρώπινης κοινωνικοοικονομικής συμπεριφοράς, έχουν υποβαθμισθεί σε μη αναστρέψιμο βαθμό αφού οι σπορείς έχουν εξαφανισθεί και δεν υπάρχουν πλέον φυσικά αναγεννητικά αποθέματα (σπόροι, παραβλαστήματα κ.λ.π.).

Η δεύτερη αφορά τα μεσογειακά πευκοδάση, τα οποία εξαιτίας της δομής τους, των κλιματικών συνθηκών και της συμπεριφοράς των ανθρώπων καίγονται κατά τακτικά διαστήματα, τα μεσοδιαστήματα των οποίων είναι συνήθως μερικές δεκάδες χρόνια.

Εκείνο που καταγράφεται από τον ερευνητή είναι ότι υπάρχει μια έντονη εθνική αγωνία μόνο για την τύχη των καμένων πρόσφατα δασών, η οποία επιτείνεται από τις εικόνες της καταστροφής που καταγράφουν τα ΜΜΕ και από την παραπληροφόρηση που μεταφέρεται στον κόσμο από δημόσιες συζητήσεις που πραγματοποιούν οι μόνιμοι εθνικοί μας ανησυχούντες και έχοντες άποψη επί παντός επιστητού (ταυτότητες, σύνταγμα, πλημμύρες κ.λ.π.). Η πίεση που δημιουργείται στους πολίτες μεταφέρεται δυστυχώς στις δασικές υπηρεσίες, οι οποίες εντέλλονται να πραγματοποιήσουν ποσοτικές και όχι ποιοτικές αναδασώσεις, όπως θα δούμε στη συνέχεια.

Για τα νησιά μας όπου υπάρχει η απόλυτη αποδάσωση ποτέ δεν ακούσθηκε η παραμικρή διαμαρτυρία. Ακόμη και εκεί όπου, χάρη στο ζήλο μερικών ανθρώπων, επιχειρούνται αναδασώσεις περιορισμένης έκτασης, η έλλειψη του κοινωνικού ενδιαφέροντος μειώνει τα μέτρα προστασίας τους με αποτέλεσμα η γενεσιουργός αιτία αποδάσωσης, που είναι η κατσίκα, να παραμένει ανεξέλεγκτη. Τελικό αποτέλεσμα είναι από τη μια να δαπανώνται χρήματα, χωρίς ανάλογη απόδοση και από την άλλη οι περιοχές αναδασώσεων να εμφανίζονται ακόμη πιο διαταραγμένες από ό,τι ήταν πριν την προσπάθεια.

Σε ό,τι αφορά τις αναδασώσεις σε πρόσφατα καμένα μεσογειακά δάση, η θέση μας είναι απόλυτη. Είναι όχι μόνο περιττές, αλλά κυρίως είναι οικολογικά επιζήμιες. Το απόλυτο είναι συνήθως υπερβολικό, όμως η αποδοχή του είναι η μόνη ελπίδα για να διασώσουμε τα πυρόπληκτα δάση μας. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει ώριμο δάσος μεσογειακού τύπου που κάηκε και δεν αναδασώθηκε, όταν προστατεύθηκε. Ποτέ…Και η αναφορά γίνεται σε μεσογειακού τύπου δάση, γιατί μόνο αυτά αποτελούν τα εύφλεκτα οικοσυστήματά μας.

Η Μεσογειακή βλάστηση συνυπάρχει με τις πυρκαγιές πολύ πριν εμφανισθεί ο άνθρωπος εμπρηστής. Στο πέρασμα των αιώνων δημιούργησε τέτοιες προσαρμογές που ξεπερνούν τις ανθρώπινες δυνατότητες αντίληψης και κατανόησής τους. Έτσι, οι μεσογειακοί θάμνοι διατηρούν κοιμώμενους οφθαλμούς λίγο κάτω από το έδαφος, οι οποίοι ενεργοποιούνται μόνο όταν το υπέργειο τμήμα καταστραφεί από πυρκαγιά ή κοπή. Λίγες μόνο ώρες μετά τη φωτιά, τα μεριστωματικά κύτταρα εγκαταλείπουν το λήθαργο και ενεργοποιούνται δίνοντας νέα παραβλαστήματα, ανανεωμένα και σφριγηλά.

Τα πεύκα από την άλλη διατηρούν ένα μεγάλο ποσοστό από την ετήσια παραγωγή κώνων για πολλά χρόνια επάνω στα κλαδιά, προστατεύοντας τους σπόρους με τα χονδρά καλύμματά τους. Μετά από το πέρασμα μιας φωτιάw, οι κώνοι ανοίγουν και διασπείρουν στο έδαφος τους σπόρους, οι οποίοι επιδεικνύουν ισχυρή βλαστητική ικανότητα. Υπολογίζεται ότι κάθε δένδρο ρίχνει στο έδαφος περισσότερους από 70.000 σπόρους τους οποίους σκορπά σε ακτίνα μέχρι και 4 στρέμματα.

Το πρόβλημα των αναδασώσεων καμένων εκτάσεων δεν έχει μόνο οικονομικές ή οικολογικές παραμέτρους, αλλά και κοινωνικές. Όταν διατίθενται εκατομμύρια ΕΥΡΩ για να κάνουμε αυτό που θα κάνει από μόνη της η φύση, είναι πιθανό να δημιουργήσει μια νέα ομάδα εμπρηστών, η οποία θα αποτελείται από αυτούς που επωφελούνται από αυτά τα χρήματα.

Μια υποκατηγορία προς αναδάσωση εκτάσεων αποτελούν οι περιοχές που διπλοκάηκαν σε σύντομο χρονικό διάστημα, όταν δηλαδή δεν υπάρχει διαθέσιμο αναγεννητικό υλικό. Η περίπτωση αυτή απαιτεί ιδιαίτερη προσέγγιση που ξεφεύγει από τα χρονικά όρια της ανακοίνωσης.

Προτάσεις:

  • Θα πρέπει η πολιτεία να στρέψει την προσοχή της στις αναδασώσεις των μόνιμα υποβαθμισμένων περιοχών και να τις διαφυλάξει.
  • Θα πρέπει να σταματήσουν όλες οι αναδασώσεις σε καμένα μεσογειακά δάση και τα κονδύλια να χρησιμοποιηθούν για τη φύλαξή τους.


3. Μύθος
: Υπάρχει στην πυρόπληκτη χώρα μας, έστω και υποτυπώδης, κεντρική εθνική πολιτική αναδασώσεων.
Πραγματικότητα
: Οι σχεδιασμοί γίνονται περιφερειακά και βασίζονται στο μεράκι, στα διαθέσιμα μέσα και τις γνώσεις των τοπικών υπαλλήλων που επιφορτίζονται με τους αναδασωτικούς χειρισμούς.

Παρά το ότι η Ελλάδα συγκαταλέγεται, λόγω των κλιματικών και κοινωνικών συνθηκών στις αποδασωμένες χώρες, εν τούτοις ακόμη και σήμερα δεν έχει αναπτυχθεί σε κεντρικό επίπεδο «εθνική πολιτική» αναβάθμισης των περιοχών που υποβαθμίζονται, η οποία να είναι υποχρεωτική ως προς την εφαρμογή της στην περιφέρεια.

Έτσι η μέθοδος αποκατάστασης, που ακολουθείται κατά περίπτωση, στις περιφερειακές δασικές μονάδες, εξαρτάται, από τις γνώσεις, τα μέσα και το μεράκι των υπαλλήλων που επιφορτίζονται τη συγκεκριμένη ευθύνη (Κωνσταντινίδης & Γκατζογιάννης, 2001).

Από την άλλη παίρνονται και υλοποιούνται αποφάσεις, ιδίως την μεταπυρική περίοδο όταν έχουν καεί επώνυμα περιαστικά δάση, συνήθως κάτω από την τρομακτική πίεση της κοινής γνώμης. Έτσι υλοποιούνται προγράμματα άμεσης αποκατάστασης, μέσα σε ελάχιστο χρόνο, χωρίς τους απαραίτητους σχεδιασμούς.

Προτάσεις:

  • Θα πρέπει άμεσα η πολιτεία να φροντίσει να δημιουργήσει προδιαγραφές αναδασώσεων. Θα πρέπει να καθορίσει βασικές αρχές, με υποχρεωτική εφαρμογή σε περιφερειακό επίπεδο, ώστε να σταματήσουν οι αυτοσχεδιασμοί, οι υποκειμενισμοί και κυρίως να δημιουργηθεί αίσθημα ευθύνης που θα αντλείται από τις ουσιαστικές γνώσεις, για όσους καλούνται να τις πραγματοποιήσουν.

4. Μύθος: Σχεδιάζονται ποιοτικές αναδασώσεις, όπου κύριο βάρος παίζει η επιλογή των κατάλληλων δασοπονικών ειδών για κάθε περιοχή.
Πραγματικότητα
: Σχεδιάζονται ποσοτικές αναδασώσεις, όπου το μοναδικό κριτήριο αποτελεί ο αριθμός των φυτών που φυτεύονται.

Μετά τα όσα αναφέρθηκαν προηγούμενα η απάντηση είναι ότι η επικρατούσα πρακτική είναι η εφαρμογή ποσοτικών και όχι ποιοτικών αναδασώσεων. Αυτό είναι αποτέλεσμα τόσο της αδυναμίας εφαρμογής των σύγχρονων τεχνολογιών που οδηγούν στη γνώση του αντικειμενικά ποιοτικού, όσο και στην πίεση της κοινής γνώμης, η οποία συχνά οδηγεί στην απόλυτα δικαιολογημένη αδιαφορία μιας κουρασμένης, ταλαιπωρημένης και παραγνωρισμένης στην προσφορά της δασικής υπηρεσίας, η οποία βρίσκει μάταιο πια να αντιδρά ενάντια σε ολόκληρο το έθνος, ακόμη και όταν αντιλαμβάνεται ότι αυτό που της ζητείται είναι ασύμβατο με τις οικολογικές αρχές.

Το μόνο που ενδιαφέρει τις προϊστάμενες κυβερνητικές αρχές, τους περιφερειάρχες, τους νομάρχες, τους δημάρχους και τους πολίτες είναι μόνο ο αριθμός από τους ανοιγμένους λάκκους. Η αντίθετη άποψη εκ μέρους της Δασικής Υπηρεσίας ή διαμαρτυρία, εκλαμβάνεται ως έλλειψη διάθεσης συνεργασίας, ικανότητας ή εργατικότητας και στιγματίζεται από όλους ενώ την περιθωριοποιεί ακόμη περισσότερο. Σε αυτό συνεργούν οι κάθε είδους «περιβαλλοντικοί σύλλογοι», οι μη «κυβερνητικοί οργανισμοί» που από πραγματική αγάπη για το δάσος ή από συγκεκαλυμμένα συμφέροντα, έρχονται με δικές τους πρωτοβουλίες να αντικαταστήσουν τις δασικές υπηρεσίες, πραγματοποιώντας τερατώδεις αναδασώσεις, οι οποίες είναι χρήσιμες μόνο για τις δημόσιες σχέσεις τους.

Προτάσεις:

  • Πρέπει να αφεθεί απερίσπαστη η Δασική Υπηρεσία να πραγματοποιήσει το έργο της που είναι η διαχείριση των δασών και όχι η εκτόνωση των κοινωνικών αγωνιών.
  • Πρέπει να σταματήσει δια νόμου η συμμετοχή σε αναδασώσεις άσχετων ατόμων και οι αναδασώσεις που γίνονται χωρίς την επιστημονική τεκμηρίωση (ποιοτική και ποσοτική).


5. Μύθος
: Γίνεται κεντρικός συντονισμός, σχεδιασμός και πρόβλεψη στα κρατικά φυτώρια, ώστε να υπάρχει πάντα κατάλληλο αναγεννητικό υλικό για αναδασώσεις σε πυρόπληκτες περιοχές.
Πραγματικότητα
: Oι κατά τόπους υπεύθυνοι παράγουν κατά βούληση φυτά που εξυπηρετούν κυρίως τις τοπικές ανάγκες των ιδιωτών.

Για να γίνουν οι αναδασώσεις απαραίτητη και λογική προϋπόθεση είναι η ύπαρξη αναγεννητικού υλικού. Για να αξιολογηθεί η ετοιμότητα των δασικών φυτωρίων καταγράφηκε το υλικό τους σε μια δεδομένη στιγμή (Νοέμβριος 1997). Όταν έγινε η καταγραφή λειτουργούσαν στη χώρα μας 48 κρατικά δασικά φυτώρια. Έγινε τυχαία επιλογή του 1/3 από αυτά (συνολικά 15).

Αξιολογώντας τις μετρήσεις γίνεται αντιληπτή η προτίμηση των υπευθύνων των δασικών φυτωρίων στην ψευδοακακία, η οποία αποτελεί το 16%, του συνολικού παραγόμενου φυτευτικού υλικού πανελληνίως. Ακολουθεί η μαύρη πεύκη, η οποία αποτελεί το 9% του συνόλου της παραγωγής. Στη συνέχεια ακολουθεί η παραγωγή του λιγγούστρου και της ακακίας Κωνσταντινουπόλεως, με ποσοστά 8% και 6% αντίστοιχα. Τα δύο αυτά είδη δεν ενδείκνυνται για αναδασώσεις, διότι επιβιώνουν σε συστάδες μόνο των αστικών πάρκων και κήπων. Έτσι, η αυξημένη παραγωγή τους οφείλεται μάλλον στη μεγάλη τους ζήτηση από ιδιώτες και τις υπηρεσίες των ΟΤΑ. Το ίδιο συμβαίνει και με τα σπάρτα τα οποία βέβαια βρίσκονται μεν αυτοφυή σε πολλά μεσογειακά οικοσυστήματα, όμως το παραγόμενο υλικό στα φυτώρια θεωρείται ιδιαίτερα υψηλό (5%) και προορίζεται για αισθητικές αναδασώσεις ή φυτεύσεις στα πρανή των μεγάλων δρόμων (Γκατζογιάννης, κ.άλ. 2001).

Η χαλέπιος και η τραχεία πεύκη κατέχουν το 6% και 5% της πανελλήνιας παραγωγής δενδρυλλίων στα κρατικά δασικά φυτώρια (η ετήσια παραγωγή φυταρίων των δύο αυτών πεύκων είναι πολύ μικρή σε σχέση με τις πραγματικές ανάγκες των αναδασώσεων στις πυρόπληκτες περιοχές). Σε σύνδεσμο 5Χ5, η συνολική εθνική παραγωγή δενδρυλλίων χαλεπίου πεύκης θα κάλυπτε μόλις 21.500 στρέμματα, δηλαδή θα μπορούσε να καλυφθεί μόνο η έκταση μιας μέτριας δασικής πυρκαγιάς. Η τραχεία είναι ακόμη λιγότερη. Το τρίτο θερμόβιο πεύκο, η κουκουναριά καλλιεργείται επίσης πολύ στα φυτώρια, καλύπτοντας το 4% της εγχώριας παραγωγής δενδρυλλίων. Τέλος, υψηλά ποσοστά παρουσίας στα φυτώρια έχουν και ο κλώνος της λεύκης Ι-214, όπως και η καρυδιά, αλλά τα δύο αυτά είδη δεν περιλαμβάνονται στη φυσική μεσογειακή βλάστηση.

Στον αντίποδα έχουμε τη χαμηλή προτίμηση σε ορισμένα βασικά είδη της μεσογειακής βλάστησης. Ο σχίνος, για παράδειγμα, που εμφανίζεται σε ολόκληρη σχεδόν τη χαμηλή βλαστητική ζώνη, οριοθετώντας με την παρουσία του την Oleo-lentiscetum, προτιμήθηκε μόλις σε ένα φυτώριο, όπου ευκαιριακά φυτεύτηκαν 100 φυτάρια, τα οποία θα κάλυπταν τις ανάγκες μόλις 7,500 στρεμμάτων. Το ίδιο συμβαίνει και με το πουρνάρι και τους υπόλοιπους μεσογειακούς θάμνους, οι οποίοι δεν μπορούν να καλύψουν ούτε 1,500 στρέμματα καμένης έκτασης (πίνακας 2). Αυτό συμβαίνει διότι δυστυχώς στη χώρα μας ακόμη οι διαχειριστές προτιμούν τις μονοκαλλιέργειες με δένδρα, και όπως ήδη αναφέρθηκε ο εμπλουτισμός με επιπλέον είδη γίνεται με αισθητικά και όχι οικολογικά κριτήρια (Κωνσταντινίδης & Γκατζογιάννης, 2001).

Οι διαχειριστές των κρατικών δασικών φυτωρίων, δείχνουν προτίμηση στα Ελληνικά δασικά είδη. Το 87% των καλλιεργούμενων ειδών αποτελούν είδη της Ελληνικής χλωρίδας ή έχουν προσαρμοσθεί άριστα σε αυτήν και φέρονται ως αυτόχθονα είδη. Η παραγωγή των ξενικών ειδών περιορίζεται συνήθως σε δένδρα και θάμνους που χρησιμοποιούνται σε καλλιεργούμενες εκτάσεις (κήπους, αστικά άλση κ.λ.π.), δηλαδή αντιμετωπίζεται το έλλειμμα της προσαρμογής από την περιποίηση. Επίσης μερικά από τα είδη αυτά χρησιμοποιούνται σε αισθητικές αναδασώσεις, κατά μήκος των μεγάλων δρόμων, σε πάρκα κ. α.

Εάν ληφθεί υπόψη ότι τα κρατικά φυτώρια τροφοδοτούν με υλικό όλες τις βλαστητικές ζώνες της χώρας, εκτιμάται ότι η αναλογία μεταξύ των ειδών που εμφανίζονται στην πυρόπληκτη μεσογειακή ζώνη και των υπολοίπων είναι ικανοποιητική, θα μπορούσε όμως να είναι και καλύτερη, αφού η μεσογειακή ζώνη είναι αυτή που εμφανίζει τις μεγαλύτερες ανάγκες φυτεύσεων. Από τη άλλη, εάν εφαρμοσθεί ορθολογική πολιτική στη διαχείριση των καμένων περιοχών, και οι καμένες εκτάσεις απλά προστατεύονται ευνοώντας τη φυσική αναγέννηση, τότε η αναλογία πρέπει να θεωρηθεί ιδιαίτερα ικανοποιητική. Όμως, οι συχνές πυρκαγιές των περιαστικών περιοχών, και μάλιστα με μεσοδιαστήματα που δεν δίνουν τη δυνατότητα παραγωγής σπόρων, θα δημιουργήσουν την ανάγκη ύπαρξης κατάλληλου φυτευτικού υλικού για τις μεταπυρικές αναδασώσεις.

Προτάσεις:

  • Η κατάσταση που επικρατεί στα κρατικά φυτώρια είναι ικανοποιητική. Θα μπορούσε όμως να αυξηθεί σημαντικά η παραγωγή μεσογειακών ειδών, ώστε να δοθεί η δυνατότητα στους διαχειριστές των καμένων εκτάσεων να εμπλουτίσουν τα οικοσυστήματα με όλα τα στοιχεία που έχουν όταν βρίσκονται σε φυσική κατάσταση.

6. Μύθος: Με τις αναδασώσεις δημιουργούνται ολοκληρωμένα βιώσιμα οικοσυστήματα με πλήρη σύνθεση ειδών, όπως αυτή καταγράφεται στη φύση.
Πραγματικότητα: Φυτεύονται μόνο δενδρώδη είδη, επειδή αυτά φαίνονται με το μάτι, ή δημιουργούνται τυχαίες μίξεις ειδών επειδή θεωρούνται αισθητικά ανώτερες.

Από την πρώτη ημέρα που άρχισαν οι αναδασώσεις στη χώρα μας μέχρι και σήμερα, το αποκλειστικό ενδιαφέρον δίνεται στη δημιουργία μονοκαλλιεργειών, ή δημιουργούνται μίξεις όχι με γνώμονα τις οικολογικές απαιτήσεις των φυτών, αλλά κυρίως με γνώμονα τις αισθητικές ανάγκες των ανθρώπων.

Δυστυχώς στη χώρα μας οι περισσότερες αναδασώσεις έχουν αποτύχει τελείως ή όσες επιζούν βρίσκονται σε οριακά επίπεδα αντοχής, διότι συνήθως παραβλέπεται η έννοια της δημιουργίας φυτοκοινωνικών σχηματισμών.

Στη φύση τα φυτά δεν αναπτύσσονται σε τυχαίες θέσεις, ούτε δημιουργούν τυχαίους συνδυασμούς. Η σύνθεση κάθε οικοσυστήματος διέπεται από αυστηρές νομοτέλειες, τις οποίες ο αναδασωτής δεν μπορεί να αγνοεί. Τα φυτά δημιουργούν τις κοινωνίες τους για να κάνουν από τη μια καλύτερη χρήση των εδαφικών στοιχείων και της ηλιακής ενέργειας και από την άλλη για να αυξάνουν τις άμυνές τους σε κάθε είδους κινδύνους και απειλές (Κωνσταντινίδης, 2003).

Όταν δημιουργούμε ένα νέο δάσος με ένα μόνο είδος είναι σαν να δημιουργούμε μια νέα πόλη με κατοίκους που ασκούν το ίδιο επάγγελμα (π.χ. να είναι μόνο γιατροί ή μόνο δάσκαλοι). Όσο δύσκολη είναι η επιβίωση αυτής της κοινότητας άλλο τόσο δύσκολη είναι η επιβίωση δασών με μόνο ένα είδος. Το πουρνάρι, για παράδειγμα, διατρυπά ευκολότερα το πετρώδες έδαφος και συμπαρασύρει βαθύτερα τις ρίζες του πεύκου. Η σουσούρα που αναπτύσσεται στα πλέον ακραία κλιματικά και εδαφικά περιβάλλοντα, δημιουργεί φαινόμενα αλληλοπάθειας και δεν επιτρέπει τους καταναλωτές νερού να αναπτυχθούν μέσα στην κοινότητά τους με αποτέλεσμα να εξοικονομείται νερό που χρησιμοποιείται από τον υπόλοιπο πληθυσμό.

Επίσης εδώ πρέπει να αναφερθούμε στη χρήση των ξενικών ειδών. Πολλά είδη που χρησιμοποιήθηκαν ξεράθηκαν πολύ γρήγορα μην αντέχοντας τις Ελληνικές τοπικές συνθήκες. Υπάρχουν και άλλα, όπως η παραθαλάσσια πεύκη, που έδειξαν για ένα διάστημα καλή συμπεριφορά και ανάπτυξη, όταν όμως υπήρξαν χρονιές με εξαιρετικά δυσμενείς κλιματικές συνθήκες δεν άντεξαν και νεκρώθηκαν. Είναι πρόσφατο το παράδειγμα στην περιοχή της Βόλβης όπου την περσινή χρονιά χιλιάδες δένδρα πάγωσαν εξαιτίας του παρατεταμένου παγετού εκείνης της χρονιάς.

Προτάσεις:

  • Πρέπει οι σχεδιασμοί των αναδασώσεων να αποβλέπουν στην αντιγραφή της φύσης. Μόνο η δημιουργία ολοκληρωμένων οικοσυστημάτων μπορεί να δώσει βιώσιμα οικοσυστήματα.
  • Με την ίδια λογική θα πρέπει να αποφεύγεται η απομάκρυνση του θαμνώδους ορόφου σε φυσικά οικοσυστήματα προκειμένου να μειωθεί ο κίνδυνος πυρκαγιάς. Το αποτέλεσμα είναι το ίδιο.
  • Πρέπει να αποφεύγεται η χρήση ξενικών ειδών, αφού στην πραγματικότητα δεν συντρέχει κανείς λόγος γι’ αυτό.
  • Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι τα δασικά οικοσυστήματα είναι ζωντανοί οργανισμοί που διέπονται από φυσικούς νόμους και δεν είναι τεχνικά έργα τα οποία όταν καταστρέφονται θα ξανακατασκευασθούν σε μικρό χρονικό διάστημα, ωραιότερα και μεγαλύτερα.

7. Μύθος: Η φύτευση δύσφλεκτων φυλλοβόλων δένδρων σε εύφλεκτες περιοχές, αυξάνει την αντοχή σε πυρκαγιές.
Πραγματικότητα: Κανένα φυλλοβόλο δένδρο δεν μπορεί να αναπτυχθεί στα ακραία μεσογειακά περιβάλλοντα.

Τα τελευταία χρόνια γεννήθηκε η ιδέα, ότι αφού τα πεύκα είναι εύφλεκτα γιατί να μην τα αντικαταστήσουμε με φυλλοβόλα που θεωρούνται και είναι περισσότερο δύσφλεκτα. Δυστυχώς, υπήρξαν προσπάθειες υλοποίησης. Όμως για να αντιληφθούμε το μέγεθος του σφάλματος θα πρέπει να κατανοήσουμε τον τρόπο που γίνονται οι φυσικές βλαστητικές ζωνώσεις στη χώρα μας. Τα αείφυλλα σε ολόκληρη τη μεσογειακή ζώνη κατέχουν τη χαμηλή ζώνη, οι θερμόβιες φυλλοβόλες δρεις την αμέσως ανώτερη, η οξιά την παραπάνω κ.ο.κ.

Η διαμόρφωση των βλαστητικών ζωνών δεν είναι τυχαία. Έχει σχέση με τη θερμοκρασία του αέρα στα διάφορα ύψη και η σχέση της με τις βροχοπτώσεις. Η αείφυλλη βλάστηση διαμόρφωσε μηχανισμούς προσαρμογής που δεν διαθέτουν τα φυλλοβόλα είδη (αειφυλλία, σκληροφυλλία, κλείσιμο στομάτων, αλληλοπάθεια κ.λ.π.). Τα φυλλοβόλα είδη είναι αδύνατον να επιβιώσουν στη μακρά ξηρή θερινή περίοδο του μεσογειακού κλίματος. Οι ανάγκες τους σε νερό δεν ικανοποιούνται από τις χειμερινές βροχές, που σπάνια και αυτές ξεπερνούν τα 550 χιλιοστά το χρόνο.

Προτάσεις:

  • Δεν πρέπει να γίνεται καμιά απολύτως προσπάθεια αλλαγής της βλάστησης σε καμιά ζώνη.
  • Πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι προσαρμογές των φυτών που είναι δημιουργήματα εκατομμυρίων χρόνων και να μην γίνονται αναδασώσεις με αφελείς οικολογικές απλουστεύσεις. Πολλές περιαστικές περιοχές έχουν κυριολεκτικά κακοποιηθεί από αυτού του είδους τις λογικές.

8. Μύθος: Ο σχεδιασμός των αναδασώσεων γίνεται με νηφάλιο τρόπο από τις Δασικές Υπηρεσίες.
Πραγματικότητα
: Όλα λειτουργούν κάτω από μια τρομακτική πίεση της κοινής γνώμης και των τοπικών κοινωνιών και δεν δίνεται κανένας χρόνος ορθολογικών σχεδιασμών.

Οι μεταπολεμικές γενεές μεγάλωσαν κυρίως σε πόλεις. Παλιότερα υπήρχε η δυνατότητα επαφής με τη φύση, η γνώση από πρώτο χέρι πολλών οικολογικών αρχών που καταγράφονταν στο υποσυνείδητο και γενικά οι πολίτες γνώριζαν πολλά περισσότερα για τα δασικά οικοσυστήματα από ό,τι σήμερα.

Τα τελευταία χρόνια η κατάσταση άλλαξε. Οι συνθήκες ζωής και ιδιαίτερα η καθημερινή πίεση των νέων ανθρώπων για να αποκτήσουν περισσότερα εφόδια για τη ζωή τους δημιούργησε ανθρώπους που η μόνη πληροφόρηση που έχουν για τα δάση είναι αυτά που μεταδίδουν τα ΜΜΕ, τα οποία εκ των πραγμάτων βασίζουν την επιτυχία τους στην κακή είδηση και στην υπερβολή. Τα καμένα δένδρα, οι γκρίζες στάχτες, οι φλόγες και οι καπνοί κυριαρχούν στα θερινά δελτία ειδήσεων, αυξάνοντας το άγχος της επιβίωσης.

Δυστυχώς, απλές λογικές, όπως εάν οι πυρκαγιές είναι καταστροφικές για τα δάση, τι καίνε κάθε χρόνο; Γιατί η χώρα μας διατηρεί ακόμη δάση και δεν αποτελούμε μια ακόμη έρημο;, δεν τίθονται υπό συζήτηση.

Δυστυχώς η πληροφόρηση για τόσο σημαντικά θέματα μεταφέρεται μέσα από συζητήσεις που οργανώνονται και στις οποίες παίρνουν μέρος πάντα οι ίδιοι: πολιτικοί, νομικοί, μηχανικοί, ιερείς εξωτερικεύουν τις δικές τους ανασφάλειες που και αυτές προέρχονται από τη κακή πληροφόρηση των ιδίων. Η ανακύκλωση των υπερβολών τρομοκρατούν τους πολίτες που απαιτούν με πάθος αναδασώσεις για να σωθούν τα δάση. Αναδασώσεις με τον τρόπο που αναφέρθηκαν μέχρι τώρα. Αποτέλεσμα οι μεταπυρικές παρεμβάσεις να προκαλούν πολύ μεγαλύτερες ζημιές στα οικοσυστήματα από ό,τι οι ίδιες οι φωτιές.

Η νηφαλιότητα και οι συμβουλές των επιστημόνων δεν εισακούγονται γιατί απλούστατα δεν δημοσιεύονται. Η ελπίδα δεν είναι καταστροφική και δεν πουλά στα ΜΜΕ. Έτσι, γαλουχούμε τη νέα γενεά από τη μια να αυξάνει τα προσόντα της για να ζήσει καλύτερα το μέλλον και από την άλλη να της υποβάλλουμε την ιδέα ότι το μέλλον αυτό δεν θα υπάρχει αφού η έρημος θα απλωθεί παντού, το φαινόμενο του θερμοκηπίου θα κάψει τα πάντα, η όξινη βροχή θα νεκρώσει τα δένδρα και η τρύπα του όζοντος δεν θα αφήσει τίποτε ζωντανό.

Προτάσεις:

  • Θα πρέπει να ενημερωθεί άμεσα ο πληθυσμός της γης για τις πραγματικές οικολογικές παραμέτρους που πρέπει να διέπουν τις αναδασώσεις. Θα πρέπει να αναληφθεί μια σταυροφορία ουσιαστικής πληροφόρησης σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής μας δομής, πολίτες και πολιτικούς χωρίς να εξαιρούνται από αυτήν ούτε οι δασικοί όλων των βαθμίδων που επιφορτίζονται το τελικό έργο των αναδασώσεων.
  • Πρέπει οι αναδασώσεις να γίνονται όταν πρέπει να γίνονται και τότε να προηγείται μακρόχρονος σχεδιασμός που θα είναι αποτέλεσμα της μελέτης των βασικών παραγόντων του περιβάλλοντος που επηρεάζουν την επιτυχία των αναδασώσεων.


Επίλογος

Ίσως μερικοί να θεωρήσετε υπερβολική ή αυστηρή την εισήγηση. Μπορεί να έχετε και δίκιο. Όμως πώς να εξηγήσει κανείς ότι ένας σεβάσμιος γέροντας, ο Φουκουόκα, από την μακρινή Ιαπωνία έπεισε ολόκληρο τον κρατικό μηχανισμό και την Ελληνική κοινωνία ότι μπορεί να πρασινίσει τη χώρα μας; (Οικονόμου, 1998) Θυμηθείτε τη Βεγορίτιδα! Εκατό χιλιάδες στρέμματα γης του διέθεσε η πολιτεία για να εφαρμόσει μεθόδους που πουθενά προηγούμενα δεν χρησιμοποιήθηκαν και εκατοντάδες εθελοντές προσφέρθηκαν να βοηθήσουν λοιδορώντας αυτούς που διαμαρτύρονταν. Φυσικά η Βεγορίτιδα παραμένει ένας ξερότοπος, όμως σήμερα κανείς δεν θυμάται το γεγονός, δημιουργώντας μελλοντικά πεδία δράσεων σε νέους θαυματοποιούς.

Το ότι τα αποτελέσματα των κακών αναδασωτικών χειρισμών τα εισπράττουν οι επόμενες γενεές, πρέπει να μας κάνει ακόμη πιο αυστηρούς με τους εαυτούς μας. Ακόμη σημαντικότερο ότι βρισκόμαστε σε ένα ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα και οφείλουμε να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους. Με στρουθοκαμιλισμούς και ωραιοποιήσεις καταστάσεων απλά θα αναπλάθουμε ένα κακό μοντέλο στη βασικότερη ανθρώπινη παρέμβαση στη φύση που είναι οι αναδασώσεις.

Βιβλιογραφία

Αθανασιάδης, Η.Ν. 1986.Δασική φυτοκοινωνιολογία. Εκδ. Γιαχούδη-Διαπούλη. Θεσσαλονίκη. 120. σελ.
McLean, R.C. & W.R. Ivimay Cook. 1968. Practical field ecology. G.Allen & Unwin LTD. London. 215 p.
Γκατζογιάννης, Σ. & Ν. Γκολέτσος. 2001. Η διαχείριση των δασών στην Ελλάδα, σύγχρονες αναγκαιότητες. Πρακτικά Επιστημονικής Ημερίδας: Ανάπτυξη και προστασία δασών-Δασική εργασία. Θεσ/νίκη 1-2-2001: 49-56
Γκατζογιάννης, Σ., Α. Καραλίβανος, Π. Κωνσταντινίδης, Ν. Γρηγοριάδης. 2001. Τελική Έκθεση του Προγράμματος ‘Εγκατάσταση συστήματος παρακολούθησης των εξελίξεων στο περιαστικό δάσος Θεσσαλονίκης και Κατάρτιση μελέτης επιλογής δασικών ειδών για αναδασώσεις σε πυρόπληκτες περιοχές (1998-2001) (Τεύχη 2.).
Κωνσταντινίδης, Ν.Π. & Ν. Η. Αθανασιάδης. 1988. Αναγνώριση φυτι­κών κοινωνιών με τη βοήθεια αεροφωτογραφιών και κλείδων. Πρακτικά Διε­θνούς Συνεδρίου “Σύγχρονες εφαρμογές τηλεπισκόπισης” Θεσσαλονίκη. Σελ.223-232
Κωνσταντινίδης, Π. και Τσιουρλής, Γ. 1999. Η πραγματική διάσταση του φαινομένου των δασικών πυρκαγιών στην Ελλάδα. “Πυροσβεστική Επιθεώρηση”. 74: 29-32.
Κωνσταντινίδης, Π. 2001. Φωτιές, η καταστροφή και η αναγέννηση των Ελληνικών δασών. Περιοδικό ΓΑΙΟΡΑΜΑ. Τεύχος 41ο. Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2001. Σελ: 144-181.
Κωνσταντινίδης, Π. & Σ. Γκατζογιάννης.2001. Επιλογή δασικών ειδών για αναδασώσεις σε πυρόπληκτες περιοχές (με εκτενή εισαγωγή στο πρόβλημα των δασικών πυρκαγιών στην Ελλάδα). Χορηγός έκδοσης: Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο. Θεσσαλονίκη. 182 σελ.
Κωνσταντινίδης, Π. 2003. Μαθαίνοντας να ζούμε με τις δασικές πυρκααγιές. Εκδόσεις Χριστοδουλίδη. Θεσσαλονίκη. 312 σελ.
Οικονόμου, Ν. 1998. Φέρνει… σπόρους ανατέλλοντος ηλίου. Εφημερίδα «Αγγελιοφόρος» 16-3-98.

Monday, July 16, 2007

Ανατέλλουσα Γη


Image of the Earth rising over the Moon from Apollo 8

Αυτή είναι η πρώτη φωτογραφία της Γης από το διάστημα. Τραβήχτηκε την παραμονή των Χριστουγέννων του 1968, κατά τη διάρκεια της αποστολής του "Απόλλο 8", της πρώτης από τις αποστολές του προγράμματος "Απόλλο" που ξεπέρασε τα όρια της τροχιάς της Γης και έκανε το γύρο της Σελήνης αναζητώντας κατάλληλο σημείο προσεδάφισης, πριν τελικώς το "Απόλλο 11" πατήσει στη Σελήνη το επόμενο καλοκαίρι.

Ένας από τους αστροναύτες του πληρώματος, ο νεοσύλλεκτος Μπιλ Άντερς, τράβηξε αυτή τη φωτογραφία, η οποία έγινε γνωστή με τον τίτλο "Ανατέλλουσα Γη".

Η εικόνα αυτή αφύπνισε τη συνείδηση της ανθρωπότητας. Για την ακρίβεια, δύο χρόνια μετά τη λήψη της δημιουργήθηκε το σύγχρονο περιβαλλοντικό κίνημα. Ο νόμος ενάντια στην ατμοσφαιρική ρύπανση, ο νόμος για την προστασία των νερών, η νομοθεσία για το φυσικό περιβάλλον, καθώς και ο πρώτος εορτασμός της παγκόσμιας ημέρας της Γης, ακολούθησαν μερικά χρόνια μετά τη δημοσίευση αυτής της φωτογραφίας.

Την επόμενη ημέρα της λήψης της, ανήμερα τα Χριστούγεννα του 1968, ο Άρτσιμπαλντ ΜακΛις έγραψε:

"Όταν βλέπεις τη Γη όπως πραγματικά είναι, μικρή, γαλάζια και όμορφη να πλέει στην αιώνια σιωπή, είναι σαν να βλέπεις εμάς καβαλάρηδες αυτής της Γης μαζί, αδέρφια στη λαμπερή ομορφιά που αιωρείται στο αιώνιο κρύο - αδέρφια που τώρα ξέρουν ότι είναι πραγματικά αδέρφια".


Αποσπάσματα από την εισαγωγή του βιβλίου "Μια ενοχλητική αλήθεια" - Αλ Γκορ

Η κλιματική κρίση αποτελεί σίγουρα μεγάλο κίνδυνο. Για την ακρίβεια, είναι ένα ζήτημα έκτακτης διαπλανητικής ανάγκης. 2,000 επιστήμονες, σε 100 χώρες, που εργάζονται πάνω στο θέμα για περισσότερα από 20 χρόνια στο πιο οργανωμένο επιστημονικό πρόγραμμα συνεργασίας που έχει γίνει ποτέ στην ιστορία του ανθρώπινου γένους, έχουν καταλήξει ομόφωνα στο συμπέρασμα πως όλα τα έθνη της Γης πρέπει να συνεργαστούν προκειμένου να διαχειριστούν αυτή την κρίση.

Η υπερθέρμανση του πλανήτη, σε συνδυασμό με την καταστροφή των δασών και άλλων σημαντικών οικοσυστημάτων, οδηγεί σε αφανισμό ειδών ανάλογο με την εξαφάνιση των δεινοσαύρων 65 εκατομμύρια χρόνια πριν. Τότε η αιτία φαίνεται πως ήταν ένας αστεροειδής΄ αυτή τη φορά είμαστε εμείς.

Το 2005, οι εθνικές ακαδημίες επιστημών των 11 πιο ισχυρών κρατών έκαναν έκκληση σε όλα τα έθνη να "αναγνωρίσουν ότι η απειλή της κλιματικής αλλαγής είναι σαφής και αυξανόμενη" και διακήρυξαν πως "τα επιστημονικά στοιχεία που την αποδεικνύουν είναι πλέον επαρκή ώστε να νομιμοποιούν την άμεση δράση τους".

Ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ είχε πει σε μια ομιλία λίγο καιρό πριν από τη δολοφονία του: "Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με το γεγονός, φίλοι μου, πως το αύριο είναι σήμερα. Αντιμετωπίζουμε την αίσθηση του επείγοντος που μόνο το τώρα μπορεί να προκαλέσει. Στο προαιώνιο αίνιγμα της ζωής και της ιστορίας υπάρχει πάντα και η πιθανότητα να καθυστερήσεις και η καθυστέρηση αυτή να είναι μοιραία.
Η αναβλητικότητα είναι ο κλέφτης του χρόνου. Η ζωή μάς αφήνει συχνά γυμνούς και αποκαρδιωμένους μπροστά σε μια χαμένη ευκαιρία. Η παλίρροια στις σχέσεις των ανθρώπων περνάει φάσεις πλημμυρίδας, αλλά και άμπτωτης. Μπορεί να ικετεύουμε απελπισμένα το χρόνο να κάνει μια παύση, όμως εκείνος είναι ανυποχώρητος και τρέχει μπροστά. Πάνω στα απομεινάρια αμέτρητων πολιτισμών είναι γραμμένη η θλιβερή φράση "πολύ αργά". Υπάρχει ένα αόρατο βιβλίο της ζωής που καταγράφει προσεκτικά τη συνέπεια που δείχνουμε στο να είμαστε αμελείς. Ο Ομάρ Καγιάμ είχε δίκιο: "Το κινούμενο δάχτυλο γράφει, και καθώς γράφει κινείται".

Σήμερα αντιμετωπίζουμε επίσης ένα κρίσιμο ηθικό δίλλημα. Δεν πρόκειται απλώς για μια επιστημονική συζήτηση ή για έναν πολιτικό διάλογο. Έχει να κάνει με το ποιοι είμαστε ως άνθρωποι. Έχει να κάνει με την ικανότητά μας να υπερβούμε τα όριά μας, να σταθούμε στο ύψος και αυτής της περίστασης. Να αντιληφθούμε με την καρδιά, αλλά και με το μυαλό μας, την αντίδραση που η περίσταση μας καλεί να έχουμε. Αυτή είναι μια ηθική και πνευματική πρόκληση.

Φανταστείτε τώρα μαζί μου τους εαυτούς μας 17 χρόνια μετά και να κάνουμε μια μικρή συζήτηση με τα παιδιά και τα εγγόνια μας όταν εκείνα θα ζουν στο έτος 2023.
Φανταστείτε ότι μας ρωτούν: "Τι σκεφτόσασταν; Δεν ενδιαφερόσασταν για το μέλλον μας; Ήσασταν τόσο απορροφημένοι από τους ίδιους σας τους εαυτούς, που δεν μπορούσατε ή δεν θέλατε να εμποδίσετε την καταστροφή του περιβάλλοντος;" Ποια θα είναι η απάντησή μας;
Μπορούμε να απαντήσουμε τώρα στις ερωτήσεις τους με τις πράξεις μας, όχι με τις υποσχέσεις μας. Έτσι, μπορούμε να επιλέξουμε ένα μέλλον για το οποίο τα παιδιά μας θα μας ευγνωμονούν.


Κυκλοφορεί στα περίπτερα!

Tuesday, July 10, 2007

Επιλογή Δασικών Ειδών για Αναδασώσεις σε Πυρόπληκτες Περιοχές (Μέρος IΙ)


Επιλογή Δασικών Ειδών για Αναδασώσεις σε Πυρόπληκτες Περιοχές (Μέρος Ι)

3. Οι ζώνες βλάστησης της Ελλάδας.

Τα φυτά, προκειμένου να πετύχουν τη μεγαλύτερη εκμετάλλευση της ηλιακής ενέργειας και των θρεπτικών στοιχείων του εδάφους, δημιουργούν σε κάθε περιοχή αυστηρά προκαθορισμένες κοινωνίες, η σύνθεση των οποίων εξαρτάται από τα γενετικά αποθέματα και από τις συνθήκες του περιβάλλοντος. Οι κοινωνίες αυτές ονομάζονται φυτοκοινότητες ή φυτοκοινωνίες.

Οι φυτοκοινωνίες, εξαρτώμενες από τις εδαφικές και προπάντων από τις κλιματικές συνθήκες, διακρίνονται χωρικά και σχηματίζουν ζώνες βλάστησης, οι οποίες μεταβάλλονται φυσιογνωμικά όσο μεταβαίνουμε από τα μικρότερα στα μεγαλύτερα υψόμετρα. Αυτό υποδηλώνει αλλά και ταυτόχρονα υποδεικνύει ότι, κατά τη λήψη των αποφάσεων επιλογής ειδών κατά τη διενέργεια αναδασώσεων, πρώτιστο καθήκον είναι η γνώση του αυξητικού χώρου στον οποίο ανήκει η προς αναδάσωση περιοχή. Έτσι εύκολα μπορεί κανείς να συμπεράνει για το αν ένα είδος που προτείνεται για αναδάσωση μπορεί ή όχι να επιβιώσει στο συγκεκριμένο χώρο.

Πέντε ζώνες βλάστησης κυριαρχούν στον Ελλαδικό χώρο (εικόνα 2):

  • Η ευμεσογειακή ζώνη βλάστησης (Quecetalia ilicis) (παραλιακή, λοφώδης και υποορεινή περιοχή).
  • Η παραμεσογειακή ζώνη βλάστησης (Quercetalia pubescentis) (λοφώδης, υποορεινή).
  • Η ζώνη των δασών οξυάς - ελάτης και των ορεινών παραμεσόγειων κωνοφόρων (Fagetalia) (ορεινή, υπαλπική).
  • Η ζώνη των ψυχρόβιων κωνοφόρων (Vaccinio-Picetalia), (ορεινή - υπαλπική) και
  • Η εξωδασική ζώνη των υψηλών ορέων (Astragalo-Acantholimonetalia).

Ευμεσογειακή ζώνη βλάστησης


Η ζώνη αυτή είναι η θερμότερη και ξηρότερη ζώνη της πατρίδας μας. Είναι γνωστή ως Quercetalia ilicis ή ζώνη της αριάς, διότι τα όρια της συμπίπτουν με την εξάπλωση της αριάς (Quercus ilex). Σ΄ αυτήν εκδηλώνονται οι περισσότερες πυρκαγιές. Είναι η ζώνη των φρυγάνων και των αειφύλλων σκληροφύλλων θάμνων με ή χωρίς την παρουσία θερμόβιων πεύκων. Εμφανίζεται σε μια σχεδόν συνεχή λωρίδα, που διακόπτεται τοπικά από γεωργικές και οικιστικές περιοχές, κατά μήκος των ακτών της Δυτικής, Νοτιοανατολικής και Ανατολικής Ελλάδας, στα νησιά του Ιονίου και του Αιγαίου πελάγους, καθώς και στις ακτές της Μακεδονίας και της Θράκης. Η ζώνη αυτή υποδιαιρείται οικολογικά, χλωριδικά και φυσιογνωμικά σε δυο υποζώνες: Την υποζώνη της αγριελιάς και της χαρουπιάς (Oleo-ceratonion) και την υποζώνη της αριάς (Quercion ilicis).

Η πρώτη εμφανίζεται στις ακτές της νότιας ηπειρωτικής και νησιωτικής χώρας καθώς και σε μικρές νησίδες της Νότιας Χαλκιδικής. Με τη σειρά της η υποζώνη αυτή διαιρείται σε δύο αυξητικούς χώρους ή φυτοκοινωνικές ενώσεις, την Oleo-ceratonietum και την Oleo-lentiscetum.

Η Oleo-ceratonietum αποτελεί γεωγραφικά τη χαμηλότερη περιοχή της Νότιας Ελλάδας και κλιματικά το θερμότερο αυξητικό της χώρο. Εμφανίζεται στις χαμηλότερες περιοχές των νησιών του Αιγαίου, στη Νότια και Ανατολική Πελοπόννησο και στην Αττική. Αποτελεί μια από τις πλέον διαταραγμένες ζώνες εξαιτίας της έντονης παρουσίας του ανθρώπου από αρχαιοτάτων χρόνων. Στην πραγματικότητα, θα μπορούσαμε σήμερα να χαρακτηρίσουμε τη ένωση αυτή και ως αυξητικό χώρο των φρυγάνων, αφού σε πολλές περιοχές, κυρίως νησιώτικες, κυριαρχούντα είδη είναι οι ακανθώδεις ημίθαμνοι, όπως αστοιβίδα (Poterium spinosum), γενίστα (Genista acanthoclada), γαλατσίδες (Euphorbia acanthothamnos), θυμάρι (Corydothymus capitatus), φασκόμηλο (Salvia sp.), φλόμος (Phlomis fruticosa), σπαράγγι (Asparagus aphyllus), αλογοθύμαρο (Anthyllis hermaniae), κ.λ.π.. Εμφανίζονται επίσης πολλά από τα αείφυλλα σκληρόφυλλα είδη της ζώνης της αριάς, όπως η ξυλοκερατιά (Ceratonia siliqua), η αγριελιά (Olea europea), o σχίνος (Pistacia lentiscus), οι άρκευθοι (Juniperus sp.), τα ρείκια (Erica sp.) κ.λ.π.

Επειδή η εμφάνιση των φρυγάνων είναι αποτέλεσμα της υποβάθμισης που προκάλεσε η ανθρώπινη παρουσία (υπερβόσκηση, συχνές πυρκαγιές), για το λόγο αυτό μπορούν στις περιοχές αυτές να εφαρμοστούν αναδασωτικά προγράμματα πλήρους αναβάθμισης με τον εμπλουτισμό της υπάρχουσας βλάστησης με θερμόβιους αείφυλλους θάμνους και θερμόβια δένδρα. Ιδιαίτερα προσαρμοσμένα είδη όπως τα ρείκια (Erica sp.), οι κουμαριές (Arbutus sp.), τα σχίνα (Pistacia sp.), τα πουρνάρια (Quercus coccifera) και οι αγριελιές (Olea europea), καθώς και δενδρώδη είδη όπως η χαλέπιος πεύκη (Pinus halepensis), η τραχεία πεύκη (Pinus brutia) και τα κυπαρίσσια (Cupressus sempervirens) μπορούν να δημιουργήσουν βιώσιμα οικοσυστήματα.

Ο αυξητικός χώρος της Oleo-lentiscetum εμφανίζεται στη μεν νότια και νησιωτική Ελλάδα πάνω από την προηγούμενη ένωση, ενώ βόρεια ξεκινά από το επίπεδο της θάλασσας. Καλύπτει δε μεγάλο μέρος των ανατολικών παραλιακών θέσεων, από τη Χαλκιδική μέχρι και την Πελοπόννησο, με μικρές διακοπές κυρίως στην Όσσα και τον Όλυμπο. Από τη ζώνη αυτή αρχίζουν να εμφανίζονται θαυμάσια οικοσυστήματα της χαλεπίου πεύκης, με υπόροφο από περισσότερο ξηρόβιους, αείφυλλους και σκληρόφυλλους θάμνους (αγριελιά, σχίνο, ρείκια, πουρνάρια, φυλίκια) ή λιγότερο ξηρόβιους όπως η μυρτιά και η δάφνη. Στις καλύτερες θέσεις εμφανίζονται ημιαναρριχόμενα είδη, όπως Lonicera sp., Rubia peregrina, Smilax aspera, Clematis vitalba κ.λ.π. Οι αείφυλλοι σκληρόφυλλοι θάμνοι εμφανίζουν εδώ την πιο καλή προσαρμογή στις επικρατούσες κλιματικές και εδαφικές συνθήκες και πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τη διενέργεια των αναδασώσεων (για τον εμπλουτισμό των οικοσυστημάτων).

Η υποζώνη της αριάς (Quercion ilicis) εμφανίζεται στη Βόρεια ηπειρωτική και νησιωτική χώρα, καταλαμβάνοντας τις δροσερότερες και υγρότερες ακτές της Δυτικής Ελλάδας, τις ανατολικές παρυφές του Πηλίου, της Όσσας και του Ολύμπου, τη λοφώδη Χαλκιδική και τις ακτές της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Στις περιοχές που η εμφάνισή της δεν ξεκινά από τη θάλασσα, αναπτύσσεται αμέσως υψηλότερα από τον αυξητικό χώρο του Oleo-lentiscetum.

Τα οικοσυστήματα που αναπτύσσονται στην υποζώνη αυτή είναι κυρίως αυτά των αειφύλλων σκληροφύλλων θάμνων με ή χωρίς θερμόβια πεύκα. Στα πλέον αβαθή, φτωχά και όξινα εδάφη απαντώνται φυτοκοινωνίες των ειδών της οικογένειας Ericaceae (Erica manipuliflora, Arbutus unedo) και τα λαδάνια (Cistus sp.). Συχνά εμφανίζονται και πεύκα (χαλέπιος ή τραχεία) τα οποία όμως είναι κακόμορφα, πολύ αραιά και το ύψος τους σπάνια ξεπερνά τα 10 μ. Όπου τα εδάφη είναι καλύτερα εκεί εισχωρεί και η Erica arborea, ενώ τα πεύκα σχηματίζουν εδώ κλειστούς σχηματισμούς και αποκτούν μεγαλύτερο ύψος (μέχρι και τα 15 μ). Αντίθετα, στις πολύ καλές θέσεις με βαθιά, γόνιμα και αυξημένης υγρασίας εδάφη εμφανίζονται όλοι σχεδόν οι αείφυλλοι σκληρόφυλλοι θάμνοι της Oleo-lentiscetum και επί πλέον τα σπάρτα (Spartium junceum), ο ασπάλαθος (Calicotome villosa), η αριά (Quercus ilex), καθώς και φυλλοβόλα της ανώτερης βλαστητικής ζώνης όπως ο φράξος (Fraxinus ornus), η χνοώδης δρυς (Quercus pubescens) και άλλα. Τα θερμόβια πεύκα εμφανίζουν στις περιοχές αυτές το άριστο της ανάπτυξής τους, αποκτώντας ύψος που ξεπερνάει τα 20 μέτρα και σχηματίζουν κλειστές συστάδες. Ανατολικά από τη νοητή γραμμή Δυτικής Θάσου και Δυτικής Κρήτης αναπτύσσεται η τραχεία πεύκη (Pinus brutia) και δυτικά η χαλέπιος πεύκη (Pinus halepensis). Στη νότια ηπειρωτική και νησιώτικη χώρα η πεύκη δημιουργεί μικτές συστάδες με το κυπαρίσσι (Cupressus sempervirens). Σε μια μεγάλη ζώνη της Δυτικής Πελοποννήσου και σε περιορισμένες θέσεις της Αττικής, της Σκιάθου και της Σιθωνίας, σε περιοχές με διαθέσιμο υπόγειο νερό εμφανίζονται πυρήνες με αμιγή δάση κουκουναριάς (Pinus pinea). Γύρω από τους πυρήνες αυτούς δημιουργούνται μικτά δάση κουκουναριάς και χαλεπίου πεύκης, με την κουκουναριά μειούμενη όσο μεγαλώνει η απόσταση. Σε κάθε περίπτωση εισαγωγής, μέσα στα όρια της ζώνης αυτής η κουκουναριά επέδειξε πολύ καλή προσαρμογή, αρκεί να υπήρχε υψηλή στάθμη υπόγειου νερού και πρέπει να προτιμάται λόγω και της παθητικής αντοχής που δείχνει στις πυρκαγιές όταν τα δένδρα της έχουν σχετικά μεγάλη ηλικία.

Οι αυξητικοί χώροι που διακρίνονται σε αυτή την υποζώνη είναι: Adrachno-Quercetum ilicis, Orno-Quercetum ilicis, Lauro-Quercetum ilicis. Οι διαφοροποιήσεις μεταξύ των ζωνών οφείλονται κυρίως στις τοπικές εδαφικές συνθήκες (βάθος εδάφους, υγρασία, οξύτητα κ.λ.π.) και όχι σε κλιματικές.

Η παραμεσογειακή ζώνη βλάστησης.

Όσο ανέρχεται κανείς στα όρη ή εισχωρεί στο εσωτερικό της χώρας, εγκαταλλείπει βαθμιαία τη μεσογειακή βλάστηση και συναντά είτε μία ιδιόρρυθμη μεταβατική ζώνη που μοιάζει φυσιογνωμικά με εκείνη των αείφυλλων- πλατύφυλλων (Quercetalia ilicis), που διαφέρει όμως από την τελευταία οικολογικά και χλωριδικά, είτε τη ζώνη των ξηρόφιλων φυλλοβόλων πλατύφυλλων και κυρίως των δρυοδασών. Η ζώνη αυτή είναι γνωστή ως Quercetalia pubescentis εξαιτίας της κυριαρχίας της χνοώδους δρυός (Quercus pubescens). Οι φωτιές στα χαμηλότερα σημεία της ζώνης αυτής, αν και δεν είναι σπάνιες είναι σαφώς λιγότερες από ότι στην υποκείμενη ευμεσογειακή ζώνη. Στις υψηλότερες περιοχές της ζώνης όπου διαμορφώνεται η υποζώνη της πλατύφυλλης δρυός, οι φωτιές είναι πολύ σπάνιες, αφού η αύξηση της υγρασίας και των υγρόφιλων ειδών δεν ευνοούν την εκδήλωση και τη διάδοσή τους. Πρόκειται συνήθως για πυρκαγιές που ξεκινούν από τη ζώνη των αείφυλλων και εφόσον δεν ελεγχθούν έγκαιρα εξαπλώνονται στα φυλλοβόλα δρυοδάση.

Τα όρια μεταξύ της ευμεσογειακής και της παραμεσογειακής ζώνης είναι ασαφή στη νότια ηπειρωτική και νησιωτική χώρα. Την ασάφεια προκαλεί η εξάπλωση του πουρναριού (Quercus coccifera) και στις δύο ζώνες, εξαιτίας της μεγάλης του αντοχής στη βόσκηση και τις πυρκαγιές. Εκτός από το πουρνάρι, στη ζώνη αυτή εμφανίζονται και άλλα θερμόφιλα είδη της ευμεσογειακής ζώνης, όπως είναι ο σχίνος (Pistacia lentiscus), η αγριελιά (Olea oleaster), ο ασπάλαθος (Calicotome villosa), το δενδρώδες ρείκι (Erica arborea), το κρητικό λαδάνι (Cistus creticus) και άλλα.

Το κλίμα εδώ γίνεται βαθμιαία ηπειρωτικότερο. Οι χειμώνες είναι ψυχρότεροι, οι βροχοπτώσεις αυξάνονται και η ξηρή περίοδος χρονικά περιορίζεται. Κατά τη διάρκεια του χειμώνα οι θερμοκρασίες πέφτουν κάτω από 0ο C και οι χιονοπτώσεις διαρκούν από μερικές εβδομάδες μέχρι και πάνω από δύο μήνες. Και αυτή η ζώνη διαιρείται φυσιογνωμικά, οικολογικά και χλωριδικά σε δύο υποζώνες: στο Ostryo-Carpinion και το Quercion confertae (frainetto)-cerris, ενώ στη Νότια Ελλάδα (Κρήτη, Πελοπόννησο και Στερεά Ελλάδα) ίσως είναι σκόπιμη η διάκριση και μιας τρίτης υποζώνης, αυτής του Quercion cocciferae.

Η διάκριση μεταξύ της μεσογειακής και της υπομεσογειακής (Ostryo-Carpinion) ζώνης βλάστησης στην Κ. και Β. Ελλάδα είναι αρκετά σαφής και εύκολη. Όμως στη Ν. Ελλάδα και στην Κρήτη τα όρια είναι ασαφή επειδή η Quercus coccifera εμφανίζεται και στο Oleo-ceratonion δημιουργώντας έτσι έναν ξεχωριστό αυξητικό χώρο (ένωση) του Cocciferetum mixtum. Εδώ εμφανίζεται μια σειρά ενώσεων (αυξητικών χώρων) όπως το Quercetum cocciferae ή Cocciferetum, το Coccifero-Carpinetum και το Carpinetum orientalis.

Ο αυξητικός χώρος του Quercetum cocciferae ή Cocciferetum εμφανίζεται κυρίως στην Κρήτη και την Πελοπόννησο. Η εξάπλωση του ευνοείται από την ανθρώπινη δραστηριότητα και τις συχνές πυρκαγιές και είναι προϊόν υποβάθμισης προϋπαρχόντων βλαστητικών μορφών. Πολλές φορές ξεπερνά το υψόμετρο των 1000 μ. αποτελώντας τον υπόροφο της μαύρης πεύκης (Pinus nigra) και της κεφαλληνιακής ελάτης (Abies cephalonica). Η φύση της βλάστησης ευνοεί εδώ τη διάδοση της πυρκαγιάς.

Το Coccifero-carpinetum καταλαμβάνει σημαντικές περιοχές κύρια στο κεντρικό και βόρειο τμήμα της χώρας. Πρόκειται για σύμπυκνες θαμνοσκεπείς εκτάσεις που μοιάζουν φυσιογνωμικά με αυτές των αειφύλλων σκληροφύλλων ειδών, γι’ αυτό και θεωρούνται ως ψευδοσκληρόφυλλη βλάστηση (ψευδομακί). Κυρίαρχα είδη του αυξητικού αυτού χώρου είναι ο γαύρος (Carpinus orientalis) και το πουρνάρι (Quercus coccifera). Και εδώ, η αντοχή του πουρναριού στις ανθρώπινες δραστηριότητες (υπερβόσκηση, συχνές πυρκαγιές, υλοτομίες) το κάνει κυρίαρχο είδος. Οι περιοχές αυτές θεωρούνται επίσης ως προϊόν υποβάθμισης και για το λόγο αυτόν οι διαχειριστικές μέθοδοι πρέπει να οδηγούν στην επαναφορά προηγούμενων καταστάσεων, δηλαδή σε οικοσυστήματα που κυρίαρχα δενδρώδη είδη ήταν κυρίως η χνοώδης δρυς (Quercus pubescens) και η πλατύφυλλη δρυς (Quercus frainetto).

Ο αυξητικός χώρος του Carpinetum orientalis εμφανίζεται κυρίως σε βόρειες εκθέσεις λόφων στις κοιλάδες των μεγάλων ποταμών της Μακεδονίας (Αξιού, Στρυμόνα και Νέστου). Εμφανίζεται επίσης στους πρόποδες των υψηλών ορέων, όπου ή αντικαθιστά το Coccifero-carpinetum ή το διαδέχεται καθ’ ύψος. Η βλάστηση εδώ αποτελείται κυρίως από φυλλοβόλα είδη, όπως ο γαύρος (Carpinus orientalis), ο φράξος (Fraxinus ornus), το ρούδι (Rhus cοriaria), τα σφενδάμια (Acer sp.), οι σουρβιές (Sorbus sp.), οι θερμόβιες δρύες (Quercus pubescens, Q. frainetto) κ.λ.π.

Με την αύξηση του υψομέτρου (εικόνα 2) εμφανίζεται μια ζώνη με ιδιόμορφα δάση φυλλοβόλων πλατύφυλλων που υπάγεται στην υποζώνη του Quercion frainetto-Cerris. Η υποζώνη αυτή εκτείνεται ως λοφώδης-υποορεινή ή και ορεινή σε ολόκληρη την ηπειρωτική Ελλάδα. Στην υποζώνη αυτή ανήκει περίπου το 1/3 των Ελληνικών δασών. Και εδώ μπορούν να διακριθούν περισσότερες φυτοκοινωνικές ενώσεις (αυξητικοί χώροι) όπως: Quercetum frainetto, Tilio-Castanetum, Aceri-Castanetum, Quercetum montanum (Quercetum cerris και Quercetum dalechampii) κ.λπ. Οι συνθήκες αυξημένης υγρασίας που κυριαρχούν στην περιοχή αυτή και η παρουσία υγρόφιλης βλάστησης δεν ευνοούν ιδιαίτερα την εκδήλωση των δασικών πυρκαγιών.

Οι υπόλοιπες ζώνες βλάστησης

Πέρα από τις δύο αυτές ζώνες υπάρχουν και οι τρεις υψηλότερες

Η ζώνη των δασών οξυάς - ελάτης και των ορεινών παραμεσόγειων κωνοφόρων, η ζώνη των ψυχρόβιων κωνοφόρων και η εξωδασική ζώνη των υψηλών ορέων. Στις ζώνες αυτές οι πυρκαγιές είναι σπανιότατο φαινόμενο και εμφανίζονται σε χρονιές με εξαιρετικά ακραίες κλιματικές συνθήκες. Για το λόγο αυτόν γίνεται εδώ απλή αναφορά και όχι λεπτομερής παρουσίασή τους.

Η ζώνη δασών οξυάς - ελάτης και ορεινών παραμεσόγειων κωνοφόρων (ορεινή, υπαλπική) εκτείνεται στις ορεινές περιοχές τις Στερεάς Ελλάδας, της Πελοποννήσου και της Κεντρικής και Βόρειας Ελλάδος και συγκροτείται από αμιγή ή μικτά δάση υβριδογενούς ελάτης και οξυάς που φθάνουν μέχρι τα ανώτερα δασοόρια (1800 - 1900 μ.). Οι φωτιές αποτελούν εδώ σπανιότατο φαινόμενο και όταν συμβαίνουν είναι κυρίως έρπουσες και όχι ιδιαίτερα καταστρεπτικές.

Η ζώνη των ψυχρόβιων κωνοφόρων (ορεινή - υπαλπική) εμφανίζεται στα υψηλά όρη της Βόρειας Ελλάδας και σχηματίζεται από τα δάση της δασικής πεύκης, της ερυθρελάτης και της λευκής ελάτης. Οι πυρκαγιές στη ζώνη αυτή είναι σχεδόν ανύπαρκτες.

Η εξωδασική ζώνη των υψηλών ορέων εμφανίζεται στα υψηλά όρη της χώρας, πάνω από τα δασοόρια (ψευδαλπικές εκτάσεις). Συντίθεται από ποώδη κυρίως βλάστηση με διάσπαρτους μικρούς θάμνους. Ούτε η ποσότητα οξυγόνου, ούτε η καύσιμη ύλη είναι ποτέ αρκετά ώστε να υπάρξει αξιόλογη πυρκαγιά στη ζώνη αυτή.

4. Τα δασικά είδη των πυρόπληκτων περιοχών

Οι δασικές πυρκαγιές εκδηλώνονται κατά κανόνα σε μια καθορισμένη περιοχή, που συμπίπτει αρκετά με την περιοχή όπου έχουμε μεγάλη ή μικρότερη επίδραση του μεσογειακού κλίματος. Θα μπορούσαμε με ικανοποιητική ακρίβεια να καθορίσουμε τα όρια των περιοχών που καίγονται συχνότερα εάν ακολουθήσουμε τα όρια των ζωνών της φυσικής βλάστησης της χώρας (βλ. χάρτη 1). Οι παρατηρήσεις των τελευταίων δεκαετιών δείχνουν ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των πυρκαγιών συμβαίνει στη χαμηλότερη ζώνη βλάστησης, δηλαδή την ευμεσογειακή ζώνη της αριάς (Quercetalia ilicis). Στην αμέσως ανώτερη ζώνη της χνοώδους δρυός (Quercetalia pubescentis) οι πυρκαγιές μειώνονται σε αριθμό και μάλιστα στην υψηλότερη υποζώνη της, της πλατύφυλλης δρυός (Quecion frainetto-cerris), είναι ακόμη σπανιότερες. Από εκεί και πάνω, όσο αυξάνεται το υψόμετρο, τόσο ο αριθμός των πυρκαγιών μειώνεται για να περιοριστούν αυτές μόνο σε χρονιές με εξαιρετικά ακραίες κλιματικές συνθήκες.

Τα προτεινόμενα δασικά είδη

Έχοντας υπόψη τις αρχές που αναφέρονται σε προηγούμενα κεφάλαια, ότι δηλαδή τα φυτά αναπτύσσονται και επιβιώνουν μόνο σε καθορισμένες οικολογικά θέσεις, ότι η φύτευση δασικών ειδών σε περιοχές εκτός της φυσικής τους ζώνης είναι ενέργεια παρακινδυνευμένη και ότι οι πυρκαγιές συνήθως ξεσπούν στην ευμεσογειακή και δευτερευόντως στην παραμεσογειακή βλαστητική ζώνη, δημιουργήθηκε ένας κατάλογος δασικών ειδών (πίνακας 1)τα οποία θα μπορούσαν σε μεγάλο βαθμό να εξασφαλίσουν την επιτυχή αναβάθμιση των καιγομένων εκτάσεων. Τα φυτά που προτείνονται δεν είναι φυσικά τα μόνα, αλλά θεωρούνται ως τα σημαντικότερα της ευμεσογειακής και παραμεσογειακής χλωρίδας. Η είσοδος κάθε φυτού, στον προτεινόμενο πίνακα, αποτελεί προϊόν βαθύτατης μελέτης της ελληνικής και διεθνούς βιβλιογραφίας, αλλά και προσωπικής έρευνας των συγγραφέων του παρόντος βιβλίου σε πλήθος πυρόπληκτων οικοσυστημάτων τη χώρας μας.

Τα είδη που προτείνονται ταξινομούνται σε δυο μεγάλες κατηγορίες: Στα είδη που εμφανίζονται στην πυρόπληκτη ευμεσογειακή βλαστητική ζώνη και στα είδη της ευκαιριακά καιγόμενης παραμεσογειακής βλάστησης. Μια τρίτη ομάδα ειδών που συγκροτούν τη βλάστηση των ρεμάτων και των οχθών των ποταμών και χαρακτηρίζονται ως “αζωνικά είδη” συμπληρώνουν τον κατάλογο των ειδών θάμνων, δένδρων και αναρριχόμενων ειδών που παρουσιάζονται στον Πίνακα 1 και περιγράφονται αναλυτικά στο Β’ μέρος του παρόντος βιβλίου.

Πίνακας 1. Προτεινόμενα είδη για αναδασώσεις πυρόπληκτων περιοχών.

Είδη της ευμεσογειακής ζώνης βλάστησης

Δένδρα

Ailanthus altissima
Ceratonia silιqua
Cupressus sempervirens
Laurus nobilis
Olea europea
Pinus brutia
Pinus halepensis
Pinus pinea
Quercus coccifera
Quercus ilex
Robinia pseudoacacia

Θάμνοι

Arbutus andrachne
Arbutus unedo
Asparagus acutifolius
Buxus sempervirens
Calicotome villosa
Cistus incanus
Cistus salviefolius
Coronilla emeroides
Erica arborea
Μyrtus communis
Paliurus spina-christi
Phillyrea latifolia
Pistacia lentiscus
Pistacia terebinthus
Pyracantha coccinea
Spartium junceum
Tamarix pendrata

Αναρριχόμενα

Clematis flammula
Clematis vitalba
Lonicera periclynenum

Είδη της παραμεσογειακής ζώνης βλάστησης

Δένδρα

Acer platanoides
Acer pseudoplatanus
Carpinus betulus
Celtis australis
Cercis siliquastrum
Fraxinus angustifolia
Juglans regia
Juniperus oxycedrus
Ostrya carpinifolia
Quercus pubescens
Tilia tomentosa

Θάμνοι

Berberis vulgaris
Colutea arborescens
Fraxinus angustifolia
Fraxinus ornus
Juniperus communis
Prunus mahaleb

Αζωνικά είδη

Δένδρα

Alnus glutinosa
Platanus orientalis
Aesculus hippocastanum
Populus alba
Populus nigra
Populus tremula
Salix alba
Salix fragilis
Sorbus torminalis
Quercus frainetto

Θάμνοι

Nerium oleander
Vitex agnus castus
Crataegus monogyna
Rosa canina

Επειδή τα φρύγανα αποτελούν οπισθοδρομική εξέλιξη των μεσογειακών οικοσυστημάτων εξαιρέθηκαν από τον πίνακα 1 εκτός από τα λαδάνια, τα οποία παίζουν σημαντικό ρόλο στην πρώτη εγκατάσταση των πεύκων μετά από μια πυρκαγιά. Πέρα από αυτό, τα φρύγανα διατηρούν από μόνα τους μια σημαντική ικανότητα επιβίωσης σε αυτά τα περιβάλλοντα τόσο έντονη που αρκετές φορές δυσχεραίνουν την φυσική ή και την τεχνητή αναδάσωση.

Τα προτεινόμενα είδη ανήκουν επίσης όλα στη φυσική χλωρίδα της χώρας, εκτός από τον αείλανθο και την ψευδακακία που δείχνουν μια σημαντική προσαρμογή στις τοπικές συνθήκες και χρησιμοποιούνται ευρύτατα για αναδασώσεις ιδιαίτερα προστατευτικών και αισθητικών δασών.

Ιδιότητες και συμπεριφορά των ειδών

Για κάθε δασοπονικό είδος του παραπάνω πίνακα δίνονται, στο Β μέρος της παρούσας μελέτης, όλα τα απαραίτητα στοιχεία που πρέπει να γνωρίζει ο κάθε υπεύθυνος σχεδιασμού μιας αναδάσωσης αλλά και κάθε τρίτος που μπορεί να συνεισφέρει σ΄ αυτήν, προκειμένου να υπάρχει συγκεντρωμένη η γνώση που χρειάζεται για μια σωστή επιλογή ειδών κατά την αναδάσωση πυρόπληκτων δασών.

Οι κλιματεδαφικές απαιτήσεις, η γενική περιγραφή του κάθε είδους, ο χρόνος άνθισης και παραγωγής σπόρων, η γενική χρησιμότητα, ο τρόπος που κάθε φυτό αντιμετωπίζει τις φωτιές, η μεταπυρική του αντίδραση, η αντοχή του στις υψηλές θερμοκρασίες είναι μερικές από τις πληροφορίες που δίνονται για κάθε φυτό χωριστά. Επίσης δίνονται συμβουλές για το είδος της αναδάσωσης στην οποία θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί, χωρίς να περιοριζόμαστε μόνο στη δημιουργία δασικών οικοσυστημάτων αλλά και για φυτεύσεις δρόμων, πάρκων και αλσυλλίων. Τέλος δίνονται πληροφορίες για τον τρόπο πολλαπλασιασμού κάθε φυτού, για την επεξεργασία των σπόρων ή των μοσχευμάτων, για το χρόνο φύτευσης, για τις ανάγκες προστασίας των φυτών στο φυτώριο, για την εποχή μεταφύτευσης και τέλος για τις ανάγκες των φυτών κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής τους.

Εκτός από την περιγραφή αυτή, παρατίθενται επίσης και ειδικοί πίνακες (Πίν. 2 και 3), όπου οι βασικότερες πληροφορίες για τα επιμέρους είδη παρουσιάζονται κωδικοποιημένα κατά τρόπο ώστε να διευκολύνεται η επιλογή των ειδών (άμεσα και πρακτικά), σε κάθε περίπτωση αναδάσωσης πυρόπληκτης περιοχής. Στον πίνακα 2 δίνονται και πληροφορίες για τη ζώνη όπου ευδοκιμούν τα διάφορα φυτά, καθώς και για τα σημεία της χώρας όπου αυτά εμφανίζονται με φυσικό τρόπο.

Η συμπεριφορά και η ικανότητα αντίστασης των φυτών απέναντι στη φωτιά παρουσιάζονται επίσης στον πίνακα 2.

Στον πίνακα 3 παρουσιάζονται ομάδες φυτών που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν από κοινού ολοκληρωμένα οικοσυστήματα. Η διάρθρωση των ειδών αυτών γίνεται με την καθ΄ ύψος κατανομή τους, όπως γίνεται ακριβώς στη φύση.

Δυνατότητες για επιτυχή επιλογή δασικών ειδών κατά την αναδάσωση εδαφών μετά από δασικές πυρκαγιές

Όταν η τεχνητή παρέμβαση για αναδάσωση καμένου δάσους κριθεί αναγκαία, τότε η πλέον κρίσιμη απόφαση που μέλει να προδικάσει καθοριστικά τις εξελίξεις στο νεοδημιουργούμενο δάσος είναι αυτή της επιλογής των δασικών ειδών.

Η επιλογή των κατάλληλων κάθε φορά δασικών ειδών φαίνεται κατ΄ αρχήν ότι είναι μια δύσκολη διαδικασία, αφού οι παράγοντες που πρέπει να αξιολογηθούν και οι συνδυασμοί ειδών, που θα μπορούσαν να ανταποκριθούν στις εκάστοτε συνθήκες, είναι πολυάριθμοι.
Όμως, η μέχρι τώρα εμπειρία έδειξε ότι το πρόβλημα αυτό μπορεί να αντιμετωπιστεί ακολουθώντας μια σειρά κανόνων και οδηγιών που είναι σε θέση να οδηγήσουν στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Οι κανόνες αυτοί, σύμφωνα με αυτά που αναλύθηκαν σε προηγούμενα κεφάλαια, συνοψίζονται στα ακόλουθα:

  • Αντιγραφή της φύσης και γνώση του ιστορικού της υπό αναδάσωσης περιοχής
  • Λεπτομερής γνώση του σταθμού και καλή γνώση των απαιτήσεων και των ιδιοτήτων των διαφόρων δασικών ειδών
  • Σαφήνεια αναφοράς στις μελλοντικές ανάγκες και τους στόχους διαχείρισης της καμένης έκτασης.

Η αντιγραφή της φύσης και η διερεύνηση του ιστορικού της υπό αναδάσωσης περιοχής.

Το πρόβλημα της επιλογής των ειδών μπορεί να είναι μια ιδιαίτερα εύκολη υπόθεση, αρκεί να μελετήσει κανείς την κατάσταση (από απόψεως σύνθεσης ειδών) στην οποία ήταν ένα δάσος πριν από μια πυρκαγιά ή και παλαιότερα και να καταλήξει σε προτάσεις που θα οδηγούν στην επαναδημιουργία της.

Η αντιγραφή της φύσης είναι ο πλέον αποδοτικός και ασφαλής τρόπος επιλογής των δασοπονικών ειδών που θα χρησιμοποιηθούν για κάθε περιοχή που καίγεται.

Όταν αναφερόμαστε στην αντιγραφή της φύσης, αυτό δεν αφορά μόνο τα δενδρώδη είδη, αλλά στο σύνολό της (είδη, δομές κ.λ.π.) διότι στόχος είναι η δημιουργία ολοκληρωμένων οικοσυστημάτων, που είναι σε θέση να κάνουν καλύτερη χρήση της ηλιακής ενέργειας και των εδαφικών πόρων.

Ακόμη και στα πλέον διαταραγμένα οικοσυστήματα διατηρούνται πλήθος χλωριδικά στοιχεία, τα οποία μπορούν σε έναν έμπειρο δασολόγο να δώσουν τις πληροφορίες που χρειάζεται για να τα αναβαθμίσει.

Η λεπτομερής γνώση του σταθμού, σε συνδυασμό με την καλή γνώση των απαιτήσεων και των ιδιοτήτων των διαφόρων δασικών ειδών και οι μελλοντικοί στόχοι διαχείρισης

Αν η παρατήρηση της φύσης μας οδηγεί να πάρουμε συνολικές αποφάσεις για τα είδη που μπορούν να φυτευτούν σε μια περιοχή, η απόφαση όμως για το πού ακριβώς (στο μικροχώρο) το καθένα από αυτά θα φυτευτεί εξαρτάται από τη γνώση των επιμέρους συνθηκών της περιοχής (έδαφος, μικροκλίμα, υδατικές συνθήκες κλπ), αφού τα είδη ακόμα και της ίδιας φυτοκοινότητας διαφοροποιούνται ως προς τις απαιτήσεις τους.

Εκτός αυτού, ο σταθμός αφήνει περιθώρια επιλογών στα πλαίσια των οποίων μπορούν και πρέπει να επιδιωχθούν ειδικότεροι στόχοι διαχείρισης σύμφωνα με τις υπάρχουσες κάθε φορά κοινωνικές ανάγκες.

Στην προσπάθεια της επιλογής δασοπονικών ειδών, πρόσθετες πληροφορίες θα είναι πολύ χρήσιμες, εφόσον αυτές σχετίζονται πέρα από τις οικολογικές και με οικονομικές παραμέτρους ή άλλους δασοπονικούς στόχους (αναψυχή, προστασία, αναβάθμιση τοπίου κ.λ.π.).

ΜΕΡΟΣ 2ο

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΚΑΤΑΛΛΗΛΩΝ ΠΡΟΣ ΑΝΑΔΑΣΩΣΗ ΔΑΣΙΚΩΝ ΕΙΔΩΝ

Επιστημονική ονομασία Acer platanoides L.
Οικογένεια Aceraceae
Ελληνικό όνομα Σφενδάμι πλατανοειδές

Γενικά: Δέντρο φυλλοβόλο, ταχυαυξές, με ωραία σφαιρική και θολωτή κόμη που φθάνει σε διάμετρο τα 15 μ. Ύψος μέχρι και 30 μ.(σύνηθες 20 μ.).
Φύλλα: Διαθέτουν μακρύ μίσχο. Έχουν σχήμα παλάμης, με 5 ή 7 λοβούς. Μοιάζουν πολύ με τα φύλλα του πλάτανου, εξ ου και το όνομά του. Όταν θραύονται απελευθερώνουν καυστικό γαλακτώδη χυμό. Το χρώμα τους είναι στην αρχή πράσινο ενώ το φθινόπωρο γίνεται κόκκινο ή πορτοκαλί.
Κλιματικές απαιτήσεις: Είδος φωτόφιλο, αντέχει όμως σε μέτρια σκίαση. Πολύ ανθεκτικό στους ισχυρούς ανέμους και την ατμοσφαιρική ρύπανση.
Εδαφικές απαιτήσεις: Μπορεί να αναπτυχθεί σε μια μεγάλη ποικιλία εδαφών. Καλύτερη όμως ανάπτυξη παρουσιάζει σε ελαφριά αμμώδη, μέτρια αργιλώδη έως και βαριά πηλώδη, καλά αποστραγγιζόμενα εδάφη, αρκεί να μην υστερούν σε θρεπτικά συστατικά. Χρειάζεται μέτρια υγρασία εδάφους. Αναπτύσσεται επίσης σε ένα ευρύ φάσμα τιμών pH (από μετρίως όξινα έως πολύ αλκαλικά, όχι όμως σε αλατούχα εδάφη).
Άνθη - καρποί: Τα άνθη σχηματίζουν κορύμβους. Ανθίζει τον Απρίλιο και Μάιο. Ο καρπός αποτελείται από δύο πτερυγιόμορφα μονόσπερμα κάρυα (ονομάζονται σαμάρια). Οι σπόροι ωριμάζουν Σεπτέμβριο με Οκτώβριο. Συνήθως διατηρούνται επάνω στο δένδρο για αρκετούς μήνες. Φυτό μόνοικο. Επικονιάζεται με τις μέλισσες.
Χρησιμότητα: Το βαθύ κόκκινο χρώμα που παίρνουν τα φύλλα του το φθινόπωρο το καθιστούν, ως ένα από τα πλέον αξιόλογα διακοσμητικά είδη. Ο χυμός χρησιμοποιείται στην οινοπνευματοποιία και στη ζαχαροπλαστική. Ως προς το ξύλο θεωρείται χαμηλής αξίας φυτό. Χρησιμοποιείται κυρίως για αντιανεμική προστασία, άλλων καλλιεργειών και για την παραγωγή γλυκαντικών ουσιών.
Προτάσεις αναδασώσεων: Είναι είδος της ζώνης των φυλλοβόλων. Στη μεσογειακή ζώνη μπορεί να φυτευτεί μόνο εφόσον εξασφαλίζεται η προστασία του, από τις υψηλές θερινές θερμοκρασίες. Σπάνια δημιουργεί αμιγείς συστάδες. Προτιμάται η φύτευσή του σε πόλεις για δημιουργία σκιάς, κατά μήκος των δρόμων ή γύρω από βιομηχανικές μονάδες επειδή αντέχει στην ατμοσφαιρική ρύπανση. Το πυκνό φύλλωμα με τα μεγάλα πεντάλοβα φύλλα και η μεγάλη και στρογγυλή κόμη το κάνουν ιδιαίτερα κατάλληλο δένδρο για διακοσμητικές αναδασώσεις. Επίσης μπορεί να προτιμηθεί σε δενδροφυτεύσεις περιοχών με ιδιαίτερα ισχυρή πίεση βοσκής, διότι τα φύλλα του δεν βόσκονται εξαιτίας του μη φαγώσιμου καυστικού, γαλακτώδη χυμού. Εξαιτίας της ευρύτατης χρήσης του σε διακοσμητικές φυτεύσεις, έχουν δημιουργηθεί πολλές ποικιλίες, οι οποίες όμως πρέπει να αποφεύγονται, εφόσον θέλουμε να κάνουμε φυτεύσεις εμπλουτισμού σε δασικές εκτάσεις. Αναπτύσσει έντονη αλληλοπάθεια, η οποία λειτουργεί αποτρεπτικά στη φύτρωση και την ανάπτυξη των γειτονικών φυτών. Απαιτούνται συχνές αποκλαδώσεις των νεκρών κλαδιών.
Αντίδραση στις πυρκαγιές: Είναι είδος που δεν αντέχει τις υψηλές θερμοκρασίες. Ειδικά σε νεαρή ηλικία ο λεπτός λείος φλοιός του δεν μπορεί να το προστατέψει από τις ακτινοβολίες, κατά τη διάρκεια μιας έστω και μέτριας έντασης πυρκαγιάς. Είναι ενεργητικά πυρόφυτο. Παραβλαστάνει ταχύτατα μετά από φωτιά.
Πολλαπλασιασμός: Ο πολλαπλασιασμός γίνεται είτε με μοσχεύματα, είτε με φύτευση σπόρων.
Τα μοσχεύματα πρέπει να προέρχονται από νεαρά υγιή φυτά.
Οι σπόροι πρέπει να συλλέγονται αφού ωριμάσουν (μετά τον Οκτώβριο), αλλιώς η φυτρωτικότητα μειώνεται σημαντικά. Αφού ξεραθούν, τοποθετούνται σε σάκους σε ξηρό και δροσερό μέρος. Πριν τη χειμερινή αποθήκευση πρέπει να εμποτιστούν τουλάχιστον για 24 ώρες. Ιδανικές συνθήκες αποθήκευσης θεωρούνται όταν η διάρκεια δε ξεπερνά τους 4 μήνες και η θερμοκρασία διατηρείται κάτω από 8ο C. Η σπορά γίνεται στο τέλος του χειμώνα, όταν εξαλείφεται ο κίνδυνος των όψιμων παγετών. Οι σπόροι αρχίζουν να φυτρώνουν περίπου ένα μήνα μετά τη φύτευση.
Εάν οι σπόροι συλλεχθούν πριν την ωρίμανσή τους πρέπει να στρωματωθούν αμέσως για τρεις τουλάχιστον μήνες και στη συνέχεια τοποθετούνται μέχρι να σπαρθούν, σε ψυγείο.
…………………………


Επεξηγήσεις για τη μελέτη και χρησιμοποίηση του πίνακα 2

Λατινικό όνομα: Πρόκειται για το επιστημονικό όνομα του είδους, που χρησιμοποιείται παγκοσμίως.
Κοινό όνομα: Το κοινό όνομα του φυτού, όπως είναι γνωστό ευρύτερα στη χώρα μας.
Φυλλοβόλο/ αείφυλλο: Φ=φυλλοβόλο, Π=Πλατύφυλλο.
Σύνηθες ύψος: Το ύψος που συνήθως υπό κανονικές συνθήκες φθάνει το δένδρο σε μέτρα.
Σύνηθες πλάτος κόμης: Η διάμετρος κόμης που συνήθως αναπτύσσει το δένδρο σε μέτρα.
Ταχύτητα ανάπτυξης: Η ταχύτητα με την οποία αυξάνει σε μέγεθος ένα δένδρο, (Τ=Ταχυαυξές, Μ=Μέτρια ταχύτητα ανάπτυξης, Β=Βραδυαυξές).
Εποχή άνθησης: Οι μήνες κατά τους οποίους ένα φυτό είναι ανθισμένο
Εποχή ωρίμανσης σπόρων: Οι μήνες που ωριμάζουν σε κάθε φυτό οι σπόροι (δεν αναφέρονται οι περιπτώσεις που οι σπόροι ωριμάζουν τα επόμενα από την άνθηση χρόνια).
Φυτό αρωματικό: Εάν το φυτό ανήκει στην αρωματική χλωρίδα (Ο=Όχι, Ν-Ναι).
Τύπος άνθους: Μ=Μόνοικο, Δ=Δίοικο, Ε=Ερμαφρόδιτο.
Τρόπος γονιμοποίησης: Μ=Μέλισσα, ΕΝ=Άλλα έντομα, ΑΝ=Άνεμος.
Ελαφρά εδάφη: Μπορεί το φυτό να αναπτυχθεί σε εδάφη που στραγγίζονται καλά; (ελαφρά εδάφη). Ο=Όχι, Ν=Ναι.
Βαριά εδάφη: Μπορεί το φυτό να αναπτυχθεί σε εδάφη που δεν στραγγίζονται καλά; (βαριά εδάφη). Ο=Όχι, Ν=Ναι.
Φτωχά εδάφη: Μπορεί το φυτό να αναπτυχθεί σε φτωχά εδάφη; Ο=Όχι, Ν=Ναι.
Όξινα εδάφη: Μπορεί το φυτό να αναπτυχθεί σε εδάφη με ακραίες τιμές οξύτητας pH; Ο=Όχι, Ν=Ναι.
Αλκαλικά εδάφη: Μπορεί το φυτό να αναπτυχθεί σε εδάφη με ακραίες αλκαλικές τιμές pH; Ο=Όχι, Ν=Ναι.
Αλμυρά εδάφη: Μπορεί το φυτό να αναπτυχθεί σε αλμυρά εδάφη; Ο=Όχι, Ν=Ναι.
Δέσμευση αζώτου: Έχει την ικανότητα το φυτό να δημιουργεί συμβιώσεις, ώστε να δεσμεύει ατμοσφαιρικό άζωτο; Ο=Όχι, Ν=Ναι.
Αντοχή σε σκίαση: Αντέχει το φυτό σε μερική ή ολική σκίαση; Ο=Όχι, Ν=Ναι.
Ανάγκες σε υγρασία: Υ=Υγρόφιλο (έχει ανάγκη την ύπαρξη εδαφικού νερού ολόκληρο το χρόνο για να αναπτυχθεί), Ξ=Ξηρόφυτο (μπορεί να περάσει μεγάλο διάστημα ξηρασίας χωρίς κίνδυνο).
Αντοχή σε ανέμους: Πόσο μπορεί να αντέξει ένα φυτό σε ισχυρούς ανέμους όταν βρίσκεται εκτός συστάδας; Ν=Ναι αντέχει πολύ, όχι όμως και στους θαλασσινούς, ΝΘ=Ναι αντέχει ακόμη και στους θαλασσινούς ανέμους, Ο=Όχι κινδυνεύει συχνά από ανεμορριψίες .
Αντοχή σε ξηρασία: Είναι το φυτό προσαρμοσμένο στις ξηρές συνθήκες του μεσογειακού κλίματος; (Ο=Όχι, Ν=Ναι).
Αντοχή σε ρύπους: Είναι το φυτό ανθεκτικό σε αστικές συνθήκες; (Ο=Όχι, Ν=Ναι).
Ευπάθεια σε παγετούς: Είναι το φυτό ευπαθές στους παγετούς; (Ο=Όχι, Ν=Ναι).
Ευφλεκτικότητα: Είναι το φυτό σχετικά εύφλεκτο ή δύσφλεκτο είδος; Υ=Υψηλής ευφλεκτιότητας, Μ=Μέσης ευφλεκτικότητας, Χ=Χαμηλής ευφλεκτικότητας.
Μεταπυρική συμπεριφορά: Μετά την πυρκαγιά το φυτό αναγεννάται με παραβλαστήματα ή με σπόρους; (Π=Παραβλαστήματα, Σ=Σπόροι).
Ζώνη βλάστησης: Σε ποια ζώνη βλάστησης κυρίως αναπτύσσεται τι φυτό στη χώρα μας; Oleo-cer=Oleo -Ceratonion δηλαδή της θερμότερης υποζώνης της ευμεσογειακής βλάστησης, Querc-il= Quercion ilicis δηλαδή της ψυχρότερης υποζώνης της ευμεσογειακής βλάστησης. Ostr-car=Ostryo-Carpinion δηλαδή η θερμότερη υποζώνη της παραμεσογειακής βλάστησης.
Περιοχή της χώρας: Σε ποιες περιοχές της χώρας αναπτύσσεται το φυτό με φυσικό τρόπο;


Χρήση του πίνακα

Ο πίνακας των ειδών δημιουργήθηκε προκειμένου να γίνει η πληροφορία περισσότερο εποπτική. Οι πληροφορίες δίνονται με συνοπτικό τρόπο ώστε, όχι μόνο ο διαχειριστής των καμένων εκτάσεων, αλλά και ο οποιοσδήποτε ασχοληθεί με φυτεύσεις δένδρων και θάμνων στην ευμεσογειακή και στην παραμεσογειακή βλαστητική ζώνη, να έχει μια πρώτη εικόνα των φυτών που μπορεί να επιλέξει σε κάθε περίπτωση.

Στον πίνακα συμπεριελήφθησαν και τα 66 είδη που περιγράφονται στο κυρίως μέρος του βιβλίου.

Για την περιγραφή των χαρακτηριστικών των φυτών χρησιμοποιήθηκαν πλήθος από διεθνείς βάσεις δεδομένων, οι οποίες είναι διαθέσιμες στο διαδίκτυο. Οι πληροφορίες που συλλέχθηκαν, επεξεργάσθηκαν επί μια περίπου διετία και μεταφέρθηκαν στην Ελληνική πραγματικότητα (ιδιαίτερα οι χρόνοι άνθησης, καρποφορίας, η χρήση των προϊόντων κ.λ.π.). Η συμπεριφορά των φυτών στις φωτιές και ο τρόπος αντίδρασης, βασίζεται κυρίως σε δικές μας παρατηρήσεις και πολύ λιγότερο στις διεθνείς βάσεις πληροφοριών.

Η περιγραφή περιλαμβάνει τις εξής ενότητες: μορφή, άνθη - καρποί, εδαφικές απαιτήσεις, κλιματικές απαιτήσεις, σχέση με πυρκαγιές και φυσική περιοχή ανάπτυξης.

Για να γίνει ο πίνακας ένα ουσιαστικό εργαλείο στα χέρια των υπευθύνων αναδασωτών, θα πρέπει να υπάρχουν όλες εκείνες οι πληροφορίες που έχουν σχέση με την οικολογική συμπεριφορά του κάθε είδους και κυρίως τις κλιματεδαφικές απαιτήσεις και αντοχές του. Αυτό σημαίνει ότι πριν αποφασισθεί ποια είδη φυτών θα επιλεγούν να εμπλουτίσουν τις αναδασώσεις, είναι απαραίτητο να γνωρίζουμε τα βασικά κλιματικά στοιχεία της περιοχής.

Παρά το ότι οι κλιματικές παράμετροι συνήθως διατίθενται από τις επεξεργασίες των καταγραφών των μετεωρολογικών σταθμών, εν τούτοις είναι απαραίτητο σε κάθε περιοχή να καθορισθούν οι μικροπεριβαλλοντικές τοπικές συνθήκες, διότι ο βαθμός προστασίας κάθε δασικού τμήματος από τους ψυχρούς ανέμους για παράδειγμα, εξαρτάται όχι τόσο από τους επικρατούντες ανέμους, όσο από το πόσο καλά είναι προστατευμένη μια θέση από αυτούς. Επίσης σε περιοχές που οι επικρατούντες άνεμοι συνήθως υποχρεούνται από το ανάγλυφο να ανυψώνονται απότομα, η θερμοκρασία τους είναι χαμηλότερη (λόγω αδιαβατικής ψύξης, που οφείλεται στην αραίωση), από την αντίθετη πλευρά, όπου οι ίδιοι άνεμοι υποχρεούνται να κατέρχονται (αδιαβατική θέρμανση, λόγω συμπίεσης). Το ίδιο γίνεται και με την υγρασία, όπου στις χαμηλές κοίλες περιοχές δημιουργείται βαθύτερο έδαφος, το οποίο αυξάνει την υδατοχωρητικότητα, άρα και τα αποθέματα υγρασίας. Υπάρχουν φυσικά και παράγοντες που έχουν ευρύτερη σημασία, όπως ο συνολικός αριθμός κατακρημνισμάτων σε μια περιοχή, η διάρκεια των παγετών και η αντοχή σε ρύπους. Επίσης πρέπει να έχουμε πάντα υπόψη, ότι με τη δημιουργία του νέου οικοσυστήματος πολλοί από τους μικροκλιματικούς παράγοντες θα αλλάζουν, όσο μεγαλώνουν τα δένδρα και οι θάμνοι, ιδίως η σκίαση, οι θερμοκρασίες, η υγρασία εδάφους κ.λ.π.

Με τις εδαφικές απαιτήσεις και αντοχές των φυτών τα πράγματα εμφανίζονται πιο σταθερά. Πρώτα από όλα δεν μεταβάλλονται δραματικά οι συνθήκες των εδαφών, με την μεταπυρική πρόοδο της ανάπτυξης των τοπικών φυτοκοινωνιών. Δεύτερο, οι μεταβολές στις φυσικοχημικές ιδιότητες συνήθως δεν γίνονται σε κοντινές αποστάσεις και αυτές που συμβαίνουν είναι μέσα στα όρια αντοχής ή ανεκτικότητας των φυτών. Εκείνο που αλλάζει συχνά είναι το βάθος του εδάφους, το οποίο εξαρτάται περισσότερο όχι από το μητρικό πέτρωμα, όσο από το ανάγλυφο της κάθε περιοχής. Επομένως η εφάπαξ χαρτογράφηση των μετρούμενων χαρακτηριστικών του εδάφους, είναι αρκετή, ώστε η πληροφορία να είναι διαθέσιμη και για τις επόμενες παρεμβάσεις που θα χρειασθεί να γίνουν στο μέλλον.

Ο συνδυασμός επομένως των κλιματικών και εδαφικών δεδομένων και η μελέτη του πίνακα θα βοηθήσουν το διαχειριστή για να λάβει τις αποφάσεις του. Όμως πέρα από τις οικολογικές παραμέτρους, υπάρχουν και άλλα στοιχεία που θα ήταν σκόπιμο να ληφθούν υπόψη, προκειμένου να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα των αναδασώσεων. Η γνώση της ταχύτητας ανάπτυξης των δένδρων και οι τελικές διαστάσεις για παράδειγμα, είναι σπουδαίας σημασίας για να προβλεφθεί ο μελλοντικός βαθμός σκίασης του υπορόφου και στη συνέχεια να καθορισθεί το είδος των θάμνων που θα πρέπει να επιλεγούν και οι οποίοι θα έχουν την ικανότητα να αναπτύσσονται στις συνθήκες αυτές.

Στα δάση πολλά φυτά είναι μόνοικα, πολλά από τα οποία δεν μπορούν να αυτογονιμοποιήσουν τα άνθη τους. Αυτό σημαίνει ότι είναι αδύνατη η παραγωγή σπόρων, όταν δεν προβλέψουμε φυτά με αρσενικά άνθη να βρίσκονται πολύ κοντά με φυτά με θηλυκά άνθη. Επίσης φυτά που επικονιάζονται με τις μέλισσες, σημαίνει ότι έχουν μελισσοκομικό ενδιαφέρον, επομένως πρέπει να τα ευνοούμε, σε αναδασώσεις περιοχών όπου η μελισσοκομία αποτελεί κύρια οικονομική δραστηριότητα.

Μια ακόμη παράμετρος πολύ χρήσιμη είναι η συμπεριφορά των φυτών στις πυρκαγιές και ο βαθμός ευφλεκτικότητάς τους, αφού επιθυμητό αποτέλεσμα των αναδασώσεων είναι και η δημιουργία οικοσυστημάτων ικανών να αντιστέκονται στις πυρκαγιές και όταν δεν τα καταφέρνουν να έχουν την ικανότητα να αναγεννιόνται με φυσικό τρόπο μετά από αυτές. Έτσι προβλέφθηκαν οι στήλες με την ευφλεκτικότητα και τον τρόπο που τα φυτά αναγεννιόνται μετά από κάθε πυρκαγιά.

Τέλος είναι βασική η γνώση των περιοχών φυσικής εμφάνισης των διαφόρων ειδών. Για παράδειγμα η ξυλοκερατιά είναι πολύ δύσκολο να επιβιώσει σε φυσικές συνθήκες στις κλιματικές συνθήκες της Βόρειας Ελλάδας. Το αντίστροφο συμβαίνει με την ιπποκαστανιά.

Η βάση δεδομένων έτσι όπως είναι δομημένη, είναι δυνατό, με εμπλουτισμό ακόμη περισσότερων πληροφοριών (φωτογραφιών, μορφολογικών χαρακτηριστικών κ.λ.π.), να μετατραπεί εύκολα σε πρόγραμμα για υπολογιστή (softwere), το οποίο θα είναι ακόμη περισσότερο λειτουργικό, αφού θα έχει τη δυνατότητα με την εισαγωγή των οικολογικών δεδομένων να προτείνει από μόνο του τα κατάλληλα κατά περίπτωση είδη. Στο πρόγραμμα αυτό θα ενσωματωθούν δυνατότητες μοντελοποίσης της πορείας ανάπτυξης μιας δασοσυστάδας στο πέρασμα του χρόνου, η τρισδιάτατη επόπτευση του χώρου επίσης σε βάθος χρόνου, ο βαθμός σκίασης κάθε κομματιού γης σε κάθε εποχή του χρόνου κ.λ.π. Με τη συμμετοχή των προγραμμάτων των Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών, όπου πλέον η χαρτογράφηση παίρνει άλλη διάσταση, τότε το πρόγραμμα αυτό θα έχει τη δυνατότητα να αυτοεπιλέγει σε κάθε περίπτωση και να προτείνει τα υπό φύτευση είδη.


Επεξηγήσεις για τη μελέτη και χρησιμοποίηση του πίνακα 3

Στον πίνακα 3 εισάγεται για πρώτη φορά γραφικά η έννοια της δημιουργίας ολοκληρωμένων οικοσυστημάτων και όχι μονοκαλλιεργειών ή τυχαίων συνδυασμών. Στον πίνακα τα φυτά ταξινομούνται στην κατά χώρο φυσική τους εξάπλωση (εκτός από την κορυφή, όπου τοποθετήθηκαν τα αζωνικά είδη). Βέβαια στη φύση οι συνδυασμοί είναι πολλές φορές τυχαίοι και καθορίζονται κυρίως από τις τοπικές μακρο- ή μικροσυνθήκες. Για παράδειγμα το Acer sempervirens παρουσιάζεται στην Κρήτη σε όλα τα υψόμετρα και όλους τους συνδυασμούς ή ότι η χαλέπιος και η τραχεία πεύκη στις καθαρές τους μορφές πουθενά δεν συνυπάρχουν. Για το λόγο αυτόν ο πίνακας έχει κυρίως συμβουλευτικό χαρακτήρα για μια πρώτη προσέγγιση.

Άλλωστε όπως αναφέρθηκε και στο πρώτο μέρος, ο βασικός τρόπος ορθολογικής παρέμβασης είναι η μελέτη των φυτοκοινωνιών που προϋπήρχαν, διότι στην πραγματικότητα η φυτοκοινωνία αποτελεί την έκφραση ολόκληρου του οικοσυστήματος και των συνδυασμών όλων ανεξαιρέτως των παραγόντων που συνθέτουν το περιβάλλον κάθε περιοχής (τόσο των εμφανών και μετρούμενων όσο και των αφανών και μη μετρούμενων). Σκοπός του ορθολογικού αναδασωτή είναι να αναπλάσει τις προϋπάρχουσες, της υποβάθμισης, φυτοκοινωνίες και όχι να δημιουργήσει νέες. Επίσης στον πίνακα δεν μπορούν να αναφερθούν μερικές ιδιότητες των φυτών τις οποίες δεν μπορούμε να αγνοήσουμε κατά την πραγματοποίηση της κατά χώρο τοποθέτησης των διαφόρων φυτών. Για παράδειγμα δεν μπορεί να αγνοηθεί η αλληλοπαθητική δράση των σφενδαμιών, που καθιστά προβληματική την επιβίωση άλλων λιγότερο ανταγωνιστικών ειδών, σε κοντινή τους απόσταση. Παρόλα αυτά τα είδη αυτά τοποθετήθηκαν στη θέση που πρέπει θεωρητικά να κατέχουν στην ζώνωση της βλάστησης, για να υποδειχθεί ακριβώς ο φυσικός τους χώρος ανάπτυξης.

Τέλος από τον πίνακα αυτόν έμειναν έξω από την ταξινόμηση, τα είδη που έχουν εισαχθεί στη χώρα και περιελήφθησαν λόγω της συμπεριφοράς τους και της αποδεδειγμένης οικολογικής σημασίας στη βάση δεδομένων (Robinia pseudoacacia και Ailanthus altissima). Όμως η έλλειψη ακόμη ολοκληρωμένης της πληροφορίας για τα πραγματικά οικολογικά όρια εξάπλωσής τους, δεν μας επιτρέπει ακόμη την εισαγωγή τους στον πίνακα και ο καθορισμός των φυτών με τα οποία μπορεί να δημιουργήσουν ισχυρές και βιώσιμες φυτοκοινωνίες. Για παράδειγμα η ψευδακακία δείχνει καλή προσαρμογή και ανάπτυξη σε περιοχές όπου εμπλούτισε καμένα πευκοδάση. Όμως ακόμη δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τι θα συμβεί σε λίγα χρόνια, όταν τα πεύκα και οι αείφυλλοι θάμνοι αναπτυχθούν και εντείνουν τον εσωτερικό ανταγωνισμό. Υπάρχει η πιθανότητα η ψευδακακία να μην αντέξει και να υποχωρήσει. Υπάρχει επίσης η πιθανότητα αντίθετα να λειτουργήσει ως ζιζάνιο και να αποτρέψει την ανάπτυξη της φυσικής βλάστησης. Τέλος μπορεί να υπάρξει η αρμονική συνύπαρξη και να γίνει αποδεκτή η ψευδακακία από τις τοπικές φυτοκοινωνίες και σε λίγα χρόνια να υπάρχει η φυσική ανανέωσή τους χωρίς την μεσολάβηση του ανθρώπου. Τέτοιες περιπτώσεις έχουν μπει κάτω από την επιστημονική παρακολούθηση και δεν απομένει παρά ο χρόνος για να γνωρίζουμε αν αυτού του είδους εμπλουτισμοί, που από τη μια φαίνονται σωστοί, από την άλλη όμως δεν έχουμε την απάντηση της ίδιας της φύσης.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αθανασιάδης Η. Ν. 1985. Δασική Βοτανική (Συστηματική σπερματοφύτων). Μέρος Ι. Εκδ. Γιαχούδη-Διαπούλη. Θεσσαλονίκη.
Αθανασιάδης Η. Ν. 1986. Δασική Βοτανική. (Δένδρα και θάμνοι των δασών της Ελλάδος). Μέρος ΙΙ. Εκδ. Γιαχούδη-Διαπούλη. Θεσσαλονίκη.
Αθανασιάδης Η. Ν. 1986β. Δασική φυτοκοινωνιολογία. Εκδ. Γιαχούδη-Διαπούλη. Θεσσαλονίκη.
Αθανασιάδης, Ν. & Ε. Δρόσος. Η χλωρίδα και η βλάστηση του όρους Πάικο. Επιστ. Επ. Του Τμ. Δασολογίας και Φυσικύ Περιβάλλοντος. Τόμος ΛΓ.
Αριανούτσου, Μ., Π. Δεληπέτρου, Π. Δημόπουλος, Ε. Οικονομίδου, Β. Καραγιαννακίδου, Π. Κωνσταντινίδης, Π. Παναγιωτίδης, Μ. Πανίτσα & Γ. Τσιουρλής. 1997. Τύποι οικοτόπων στην Ελλάδα. Στο: Ντάφης, Σ., Ε. Παπαστεργιάδου, Κ. Γεωργίου, Δ. Μπαμπαλώνας, Θ. Γεωργιάδης, Μ. Παπαγεωργίου, Θ. Λαζαρίδου & Β. Τσιαούση. 1997. Οδηγία 92/43/ΕΟΚ. Το έργο των οικοτόπων στην Ελλάδα. Δίκτυο ΦΥΣΗ-2000. Συμβόλαιο αριθμός Β4-3200/84/756, Γεν. Διεύθυνση XI Επιτροπή Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας-Ελληνικό Κέντρο Βιοτόπων Υγροτόπων. 932 σελ.
Athanasiadis N. & E. Eleftheriadou. 1991. Nestos: Vegetation - Flora. Proc. of meeting: “Nestos Environment and its Problems” Geotechnical Chamber of Greece. Kavala, p 135-159.
Βολιώτης, Δ. 1967. Έρευναι επί της βλαστήσεως του Χολομόντος και ιδία της αρωματικής, φαρμακευτικής και Μελισσοτροφικής τοιαύτης. Διδακτορική διατριβή. Θεσσαλονίκη.
Braun-Blanquet, J. 1936. La Chenaie d’ Yeuse mediterraneenne (Quercion ilicis). Monographie phytosociologigue. Communication station intern. Geobot. Medit. Et Alpine 45. Montpellier.
Braun-Blanquet, J. 1951. Phlanzensoziologie. Springer Verlang. 2. Auflage, Wien.
Christodoulakis, D. & T. Georgiadis. 1990. The vegetation of the Island of Samos, Greece. Ann. Musei, Goulandris 8: 45-80.
Davis, P.H. 1965-1982. Flora of Turkey and the East Aegean Islands. 1-7. Edinburg.
Debazac, F.E. & Μαυρομμάτης. Γ. 1969. Παρατηρήσεις επί τωνδασικών διαπλάσεων «Αειφύλλων Πλατυφύλλων. Ειδικό Ταμείο Ηνωμένων Εθνών. Έργο:UNSF/FAO GRE-20/230: Αθήναι.
Degen A.v. 1891. Ergebnisse einer botanischen Reise nach der Insel Samothrake. Oesterr. Bot. Z. 41(9-10): 301-306, 329-338.
Di Castri, F., D. Goodall & R. Specht (Editors). 1981. Exosystems of the world. Vol.11. Mediterranran-Type shrublands. Elsevier Scien. Publ. Comp. Amsterdam.
Διαμαντόπουλος, Ι. 1983. Δομή και διανομή τω Ελληνικών φρυγανικών οικοσυστημάτων. Διδακτορική διατριβή. Θεσσαλονίκη.
Economidou 1974. La repatition des Frygana en Grece et ses raports avec le climat et l’influence anthropogene. Doc. Phytosociol. Lille 15-16: 45-46
Ελευθεριάδου, Ε. 1992. Η χλωρίδα των δασών ψυχροβίων πλατυφύλλων-Κωνοφόρων και υψηλής εξωδασικής περιοχής Ελατιάς Δράμας. Διαδακτορική Διατριβή. Σχολή Γεωτεχνικών. Τμήμα Δασολογίας & Φυσικού Περιβάλλοντος. Παράρτημα Αριθμ. 6 του ΛΓ Τόμου. Θεσσαλονίκη. 167 σελ.
Franzen R. 1980. Floristic reports from Mount Siniatsikon and Mount Vermion, northern Greece. (Materials for the Mountain Flora of Greece, 6). Bot. Not. 133(4): 527-537.
Guenther, K. 1991. International Ag-Sieve — Volume IV, Number 3, 1991. (Άρθρο από το internet http://www.envirolink.org/seel)
Ζαγκλής, Δ. 1956. Χαλκιδική. Ιστορία-Γεωγραφία από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι το 1912. Θεσσαλονίκη.
Zoller H., P. Geissler & N. Athanasiadis. 1977. Beitrage zur Kenntnis der Walder, Moos und Flechtenassoziationen in den Gebirgen Nordgriechenlands. Bauhinia 6, Basel.
Horvat I. 1954. Pflanzengeographische Gliederung Sudosteuropas. Vegetatio 5-6: 434-447 .
Horvat, I. V. Clavai and H. Ellenberg. 1974. Vegetation Sudosteuropoas. Stuttgard.
Καϊλίδης, Δ., Α. Κατσάνος & Κ. Κασσιός. 1969. Πυρκαγιές δασών-βοσκοτόπων εν Ελλάδι. Δελτίο Κ.Δ.Ε.Β.Ε. 8/33
Καϊλίδης, Δ. 1971.. Πυρκαγιές δασών-βοσκοτόπων εν Ελλάδι κατά τα έτη 1968-1970. Α.Π.Θ. Γ.Δ.Σ Εργαστήριο υλωρικής ηο 1.
Καϊλίδης, Δ. 1972. Πυρκαγιές δασών-βοσκοτόπων εν Ελλάδι κατά το 1971. . Α.Π.Θ. Γ.Δ.Σ Εργαστήριο υλωρικής ηο 2.
Καϊλίδης, Δ. & Δ. Θεοδωροπούλου.1973. Πυρκαγιές δασών-βοσκοτόπων εν Ελλάδι κατά το 1972 . Α.Π.Θ. Γ.Δ.Σ Εργαστήριο υλωρικής ηο 2.
Καϊλίδης, Δ. & Σ. Μαρκάλας 1980. Κατανομή των πυρκαγιών των δασών και βοσκοτόπων της Ελλάδας σε κλάσεις μεγέθους. Περιοδικό “ΔΑΣΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ” Τεύχος 12.
Κασσιούμης, K. 1988. Προστετευόμενες περιοχές και η προστασία της φυσικής μας κληρονομιάς στη χώρα μας. Δασικά Χρονικά. No 2 : 40-52.
Κατσάνος Α. 1970. Διαχρονική σπουδή πυρκαγιών δασών και δασικών εκτάσεων πεντατίας 1965-1969. Αυτοτελείς εκδόσεις της υπηρεσίας Δασικών Εφαρμογών και Εκπαιδεύσεως. ηο 13.
Knapp. R. ( )Die Vegetation Kephallinia. Griechenland.
Κωνσταντινίδης, Π. 1990. Εξέταση και διεύρυνση σχέσεων μεταξύ φυσιογραφικών μονάδων δασών χαλεπίου Πεύκης Σιθωνίας Χαλκιδικής και των εμφανιζομένων σε αυτές φυτοκοινωνιολογικών μονάδων. Διδακτορική διατριβή. Θεσσαλονίκη.
Κωνσταντινίδης, Π., Γ. Χατζηφιλιππίδης 1992. Φυτοκοινω­νιο­λο­γι­κή ανάλυση του δάσους κουκουναριάς της Σιθωνίας Χαλκιδικής. “Γεωτε­χνικά Επιστημονικά Θέματα” Θεσσαλονίκη σελ. 13-22 .
Κωνσταντινίδης Π. και Γ. Τσιουρλής. 1999. Η πραγματική διάσταση του φαινομένου των δασικών πυρκαγιών στην Ελλάδα. Παγκόσμιο Συνέδριο: Πυρκαγιές στα Μεσογειακά δάση: Πρόληψη-Καταστολή-Διλαβρωση του εδάφους- Αναδασώσεις. Ελληνική Επιτροπή UNESCO. ΑΘΗΝΑ. Φεβρουάριος 1999. Υπό εκτύπωση.
Konstantinidis, P. & G. Hatziphilippidis. 1993. Natural regeneration of a Mediterranean Aleppo pine ecosystem after a fire. In Montero Gonzales, G., & Rossello E. R. (Edit.) “MOUNTAIN SILVICULTARE”. INVESTI­GACION AGRARIA. SISTEMAS Y RECURSOS FORESTALES. FUERA DE SERIES No3- VALSAIN. DICIEMBRE 1994. 343-348 p.p.
Κωνσταντινίδης, Π. 1998. “Η επίδραση του σταθμού στην αποκατάσταση της βλάστησης μετά από πυρκαγιά” Πρακτικά συνεδρίου της Ελληνικής Δασο­λογικής Εταιρείας. “Σύγχρονα προβλήματα δασοπονίας”. Αλεξανδρούπολη 6-8/4/1998: 139-148.
Λαυτεντιάδης, Γ.Ι. 1961. Χλωριστική, φυτογεωγραφική και φυτοκοινωνιολογική έρευνα της χερσονήσου Κασσάνδρας. Επιστ. Επετ. Φυσικομαθηματικής Σχολής Α.Π,Θ. Παρ. 8 Θεσσαλονίκη.
Mavrommatis G. 1978. Carte de la vegetation forestriere de la Grece. Ministry of Agriculture, Athens
Ministry of Environment., E.C., WWF (Hellas). (in press) Special environmental study of Dadia-Souphli Forest protected area.
Μουντράκης, Δ. 1985. Γεωλογία της Ελλάδας. Univ. Studio Press. Θεσσαλονίκη.
Νάκος, Γ. 1977. Συμβολή στη μελέτη των δασικών εδαφών της Ελλάδος. Φυσικαί, χημικαί και βιολογικαί ιδιότητες. Υπουργείο Γεωργίας.
Ντάφης, Σ.1966. Σταθμολογικές και δασοαποδοτικές έρευνεςσε πρεμνοφυή δρυοδάση και καστανωτά της ΒΑ Χαλκιδικής. Θεσσαλονίκη.
Ντάφης, Σ. 1969. Σταθμολογικές έρευνες σε δάση οξιάς. Επιστημ. Επετ. Γεωπονικής και Δασολογικής Σχολής. Τόμος ΙΓ’. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Θεσσαλονίκη.
Ντάφης, Σ. 1973. Ταξινόμηση της δασικής βλάστησης της Ελλάδας. Επιστ. Επετ. Γεωπονικής και Δασολογικής Σχολής.
Oberdorfer, E.1952. Beitrag zur Kenntnis der Nordagaischen Kisten-vegetation. Vegatatio. 3:329-349.
Papanikolaou K. 1985. Contribution to the flora of Mount Pangaion (Pangeon), North East Greece. Ann. Musei Goulandris 7: 67-156.
Παυλίδης, Γ. 1976. Η χλωρίς και η βλάστηση της χερσονήσου Σιθωνίας Χαλκιδικής. Διδακτορική διατριβή. Θεσσαλονίκη.
Pavlides, G., E.Vardakis, & G. Lavrediades. 1988. Notes on the vegetation and soil rofiles near Polygyros (Chalkidiki Peninsula, N. Greece). Israel Journal of Botany. Vol. 37:19-47.
Polunin O. 1980. Flowers of Greece and the Balkans, a Fieldquide. Oxford Univ. Press. Oxford, N. York. Melbourne
Quezel P. & Barbero M. 1985. Carte de la vegetation de la region Mediterranee une feuille No 1: Mediterranee orientale. Editions du Centre Nationale de la Reserche ientifique. Paris.
Rechinger, K.H. 1936. Ergebnisse eigner botanischen sommerreise nach dem Agaischen und Ostriechenlands. Beich. Bot. Centralbl. 54B:577-680.
Rechinger K.H. 1939. Zur Flora von Ostmazedonien und West Thrazien. Bot. Jahrb. 69: 419-552.
Rechinger H.K. 1951. Phytogeographia Aegea. Wien.
Stamou, N., K. Kalabokidis, P. Konstantinidis, S Fotiou, A. Christo­doulou, V Blioumis, D. Prastacos, M. Diamantakis & G. Koclidakis. 1998. Improving the efficiency of the wildland fire prevention and suppression system in Greece. Proceedings of III International Conference on Forest Fire Research. Coimpra. Portugal. Volume I: 203-221 p.p
Stojanov N. & Kitanov. 1946. Flora Insula Thasos. Ann. Univ. Sofia, Fac. Phys. Mat. Sci. Nat. 42: 160.
Strid A. 1976. Floristic notes from Mt Olympos and Mt Falakron (Boz Dagh), Northern Greece. Bot. Notiser 129: 251-256.
Strid A. 1978. Contribution to the flora of Mt. Kajmaktchalan (Voras Oros), NE Greece. Ann. Musei Goulandris 4: 211-247
Strid A. 1986. Mountain flora of Greece. Vol. 1. Cambridge University Press. Cambridge.
Strid A. & Kit Tan. 1991. Mountain flora of Greece. Vol. 2. Edinburgh University Press. Edinburgh University Press. Edinburgh.
Τάκος, Ι. & Θεοδώρα Μέρου. 1995. Τεχνολογία Σπόρων Ξυλωδών φυτών. Τ.Ε.Ι. Καβάλας. Τμήμα Δασοπονίας Δράμας. Δράμα. 182 σελ.
Tsianakas, T.D. 1975. Contribution a l’etude ecologique de la vegetation de la Chalcidique Nord-orientale (Greece). These.
Tutin T. G., V. H. Heywood, N. A. Burges, D. H. Valentine, S. M. Walters & D. A. Webb. 1964-1980. Flora Europaea. Vol. 1-5. Cambridge University Press. Cambridge.
Vardakis, E., G.Pavlides, & G.Lavrediades. 1987. On the vegetation of a typical xererthent soil of Polygyros area (S.E. of Thessaloniki). Feddes repertorium 98 (3-4): 253-264.
Voliotis, D. 1967. Investigation about the Vegetation and flora of Cholomon mountain. Ph. D. Thesis. Arist. Univ. of Thessaloniki. Dep. Of forest and natural Environment.
Voliotis D. 1975. Die vegetationstufung einiger cebirge im Nordogriechenland (Voras, Vermion, Pieria). Problems of Balcan flora and vegetation. Sofia: 391-400.


Ευχαριστώ θερμά τον κ. Κωνσταντινίδη για το πλούσιο υλικό προς μελέτη.