Wednesday, August 22, 2007

Παγοκρύσταλλοι στο θερμοκήπιο (Μέρος Ι)

Η φροντίδα του εδάφους του πλανήτη ίσως θα πρέπει να είναι τώρα η βασική μας προτεραιότητα για έναν ακόμα σημαντικότερο λόγο: να σώσουμε τον κόσμο από την άμεση απειλή των παγετώνων. Όλη η επιφάνεια του υγιούς εδάφους μας, όλοι οι μικροοργανισμοί μέσα του κι όλα τα φυτά που ευδοκιμούν πάνω του, από λειχήνες μέχρι τα μεγάλα παρθένα δάση, έχουν πάρει την τροφή τους από δισεκατομμύρια τόνους σκόνη βράχων σε βουνά, αλεσμένη και ξεπλυμένη από παγετώνες που ακόμα λυώνουν από την τελευταία μεγάλη περίοδο των πάγων, εδώ και δώδεκα περίπου χιλιάδες χρόνια, για να διασκορπιστεί σε όλη την υφήλιο από ανεμοστρόβιλους κι ανεμοθύελλες. Αυτή η ζωοδότρα σκόνη κοντεύει να εξαντληθεί τώρα και η πολύτιμη επιφάνεια του εδάφους μας διαβρώνεται αδικαιολόγητα. Αν δεν γίνει κάτι για να ξαναγεμίσουμε το έδαφος με σκόνη βράχων, προειδοποιεί μια ομάδα ανήσυχων ειδικών, θα το κάνει μια άλλη μεγάλη περίοδος πάγων για λογαριασμό μας.

Δυο ριζικά αντίθετες θεωρίες για μια επικείμενη κλιματολογική μεταβολή έχουν χωρίσει τους «ειδικούς» της χώρας σε δυο αντίπαλα στρατόπεδα. Το ένα ισχυρίζεται ότι ο πλανήτης ζεσταίνεται σταδιακά κι ότι δεν υπάρχει άμεσος κίνδυνος για την ανθρωπότητα, το άλλο διατείνεται ότι ψύχεται, κι ότι ο κίνδυνος μιας άλλης περιόδου πάγων είναι άμεσος, με όλες τις συνέπειες μιας τέτοιας συμφοράς, γνωστές και άγνωστες. Και οι δυο παρατάξεις ρίχνουν την ευθύνη γι’ αυτή την κατάσταση σε αυτό που ονομάζουν φαινόμενο του θερμοκηπίου.

Η ιδέα διατυπώθηκε για πρώτη φορά το 1861 από το διάσημο Ιρλανδό νατουραλιστή φιλόσοφο Τζον Τίνταλ, όταν άφησε να εννοηθεί ότι οι αυξημένες ποσότητες διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρά μας θα μπορούσαν κάποια μέρα να δημιουργήσουν θερμοκρασίες επιφάνειας-αέρα αρκετά υψηλές ώστε να αποτελέσουν πρόβλημα. Όταν καίγονται κάρβουνα, πετρέλαιο και φυσικά αέρια, τα δυο βασικά προϊόντα καύσης είναι υδρατμοί και διοξείδιο του άνθρακα, η μισή ποσότητα από τα οποία περίπου παραμένει στην ατμόσφαιρα. Όπως είναι και τα δυο διάφανα, επιτρέπουν στις ακτίνες του ηλίου να περνούν από μέσα και να φτάνουν στη γη, αλλά παγιδεύουν την αντανακλώμενη ζέστη, όπως γίνεται και με το θερμοκήπιο.

Οι υποστηρικτές ανόδου της θερμοκρασίας, υποστηριζόμενοι με τη σειρά τους από τις επίσημες κυβερνητικές υπηρεσίες κι έχοντας τα μέσα μαζικής ενημέρωσης με το μέρος τους, που δίνουν ευρύτερη δημοσιότητα σε ό,τι λένε, ισχυρίζονται ότι η αυξανόμενη στάθμη διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα, κάτι που οφείλεται κατά κύριο λόγο στην καύση πετρελαίου, δημιουργεί ζεστό αέρα, παγιδευμένο στον ισημερινό, ο οποίος, μη μπορώντας να σκορπιστεί ξανά στο διάστημα, απειλεί με τήξη τις παγωμένες βουνοκορφές.

Η πόλη της Νέας Υόρκης, λένε, κινδυνεύει κάποια μέρα όχι να ξανασκεπαστεί από ένα μίλι πάγων, όπως είχε γίνει δώδεκα χιλιάδες χρόνια πριν, αλλά να έχει ένα κλίμα σαν εκείνο του Φορτ Λοντερντέιλ, με τους δρόμους της σαν διώρυγες για μια θάλασσα η στάθμη της οποίας θα ανέρχεται σταδιακά κατά τη διάρκεια όλου του επόμενου αιώνα. Έτσι, το πετροχημικά ελεγχόμενο κατεστημένο δεν έχει κάνει τίποτα για τη λήψη αυστηρών αντίμετρων, άλλο από το να συζητάει αόριστα για τη μείωση κατανάλωσης ορυκτών καυσίμων.

Από την άλλη πλευρά, οι οπαδοί της ψύξης, κυρίως καθηγητές κλιματολογίας και παλαιοκλιματολογίας, υποστηρίζουν τελείως το αντίθετο, λέγοντας ότι η θέση της κυβέρνησης βασίζεται σε ανεπαρκώς προγραμματισμένα πρότυπα κομπιούτερ, που παραλείπουν ζωτικά στοιχεία, όπως είναι η κάλυψη από τα σύννεφα, κι ότι έχει πολιτικά κίνητρα για να προστατεύσει τη συνεχιζόμενη κατανάλωση ορυκτών καυσίμων.

Σύμφωνα με αυτούς τους κλιματολόγους της «ψύξης», το φαινόμενο του θερμοκηπίου, παρ’ όλο που ανεβάζει τη θερμοκρασία στον ισημερινό, ρουφάει παράλληλα την υγρασία από τους τροπικούς, κάτι που είναι εντελώς αντίθετο και πολύ πιο επικίνδυνο. Όταν υπάρχουν πυκνές νεφώσεις, η υγρασία αυή σπρώχνεται από τους ανέμους προς τους πόλους, όπου συμπυκνώνεται σε χιόνι, δημιουργώντας περισσότερους πάγους και, κάτι πολύ πιο επικίνδυνο, ψύχοντας τους πολικούς ωκεανούς.

Τη δεκαετία του ’30, ο σερ Τζορτζ Σίμπσον, διευθυντής τότε της Βρετανικής Μετεωρολογικής Υπηρεσίας, έδωσε μια περιγραφή αυτού που αποκαλούσε γενικό σχεδιάγραμμα κυκλοφορίας των ανέμων, όπου ο αέρας που θερμαίνεται στις τροπικές και υποτροπικές ζώνες ανεβαίνει σε μεγάλο υψόμετρο κι από κει μετακινείται λόγω της διαφοράς της πίεσης προς τους πόλους, για να ξαναρουφηχτεί στην επιφάνεια της γης από τις ψυχρές χιονισμένες εκτάσεις, δημιουργώντας έτσι ένα κυκλικό σχέδιο. Η αύξηση του διοξειδίου του άνθρακα επιταχύνει τη συμπλήρωση του κύκλου, συνεισφέροντας περισσότερη θερμότητα στη θερμή ζώνη, με το ν’ αυξάνει την ποσότητα υδρατμών που παίρνει από τον ωκεανό και την ταχύτητα με την οποία μεταφέρεται προς βορρά. Αυτό συντείνει σε μια μεγαλύτερη κάλυψη από χιόνια, που παράγουν περισσότερο ψυχρό αέρα, με αποτέλεσμα να κατεβαίνει γρηγορότερα και να μεταφέρεται προς νότο με υψηλότερες ταχύτητες. Ταυτόχρονα, τεράστιες μάζες από βαρύ ψυχρό αέρα γλιστρούν από τους πάγους και χιόνια μέσα στους ωκεανούς, όπου τα ρεύματα διανέμουν το ψύχος σε ολόκληρη την υφήλιο. Το φαινόμενο αυτό οδήγησε τον Σίμπσον στο περίεργο συμπέρασμα «ότι η τελευταία Εποχή των Πάγων δεν προκλήθηκε από μείωση της ηλιακής ακτινοβολίας αλλά από την αύξησή της».

Βαρύ, άχρωμο και άοσμο αέριο που δε βοηθάει την καύση, το CO2 ανακαλύφτηκε από το θάνατο των σκύλων μέσα σε σπηλιές, όπου οι άνθρωποι μπορούσαν να κυκλοφορούν χωρίς να τους επηρεάζει, επειδή το ειδικό βάρος του κρατούσε το αέριο κάτω από το ύψος του γονάτου. Είναι ένα από τα σπουδαιότερα συστατικά της βιόσφαιρας του πλανήτη. Με συνεχείς ανταλλαγές μεταξύ φυτών και ζώων, μεταξύ αέρα και θάλασσας, σε ποσότητες που φτάνουν εκατοντάδες δισεκατομμύρια τόνων κάθε χρόνο, το αέριο ανεβαίνει ψηλά και βοηθάει στη συντήρηση κάθε είδους ζωής πάνω στη γη – αρκεί να μην ξεφεύγει από συγκεκριμένα όρια.

Με διάφορες μεθόδους, συμπεριλαμβανομένης και της ανάλυσης των φυσαλίδων που είχαν παγιδευτεί στους παγετώνες, οι επιστήμονες έχουν υπολογίσει ότι το 1850, σ’ έναν κόσμο πολύ λιγότερο βιομηχανοποιημένο, το CO2 αποτελούσε από 250 ως 290 μέρη ανά εκατομμύριο της ατμόσφαιρας. Για να ελέγχεται η σαφώς αυξανόμενη ποσότητα του αερίου στη σημερινή ατμόσφαιρα, τοποθετήθηκε ένας μετρητής στην κορφή του ηφαιστείου Μάουνα Λόα στη Χαβάη, όπου έχει δείξει μια αύξηση από 315 ppm το 1958 στο σημερινό αφάνταστα επικίνδυνο ύψος των 343 ppm.

Γνωρίζοντας πολύ καλά ότι ο Τίνταλ είχε δίκιο όταν έλεγε ότι το διοξείδιο του άνθρακα θα δημιουργούσε το φαινόμενο του θερμοκηπίου στον ισημερινό, οι κλιματολόγοι της «ψύξης» γνωρίζουν επίσης ότι ο πλανήτης στο σύνολό του δε θερμαίνεται, αφού ο μέσος όρος της θερμοκρασίας στο Βόρειο Ημισφαίριο έχει χάσει 1,5 βαθμό Κελσίου από το 1938, ότι η αρκτική ζώνη επεκτείνεται, ότι οι περίοδοι βλάστησης γίνονται μικρότερες, ότι εκατομμύρια κάτοικοι της γης απειλούνται από την ξηρασία κι ότι η ξηρασία οφείλεται στην ψύξη κι όχι στη θερμότητα. Ο Φρεντ Μ. Γουντ, Τζούνιορ, της Υπηρεσίας Αξιολόγησης της Τεχνολογίας, στο αμερικανικό κογκρέσο, αναφέρει σε μια έκθεσή του ότι από το 1960 ως το 1980, με βάση στοιχεία τα οποία συγκεντρώνονταν κάθε χρόνο για 400 ως 450 παγετώνες, οι κινούμενοι παγετώνες έχουν αυξηθεί από 7% σε 55%.

Στην πραγματικότητα, λένε οι γεωλόγοι, από τη μέρα της δημιουργίας του, η επιφάνεια του πλανήτη, συνεπώς και το κλίμα του, ψύχονται επειδή μειώνεται σιγά σιγά η αρχική ποσότητα ραδιενεργού ύλης στον πυρήνα του. Πριν από δώδεκα εκατομμύρια χρόνια, σύμφωνα με τους υπολογισμούς τους, η ψύξη έφτασε σ’ ένα σημείο όπου άρχισε η «εποχή των πάγων», μια εποχή που έχει δημιουργήσει μια ολόκληρη σειρά από περιόδους πάγων όλο και πιο μεγάλης δριμύτητας. Πέρα από αυτό, λένε οι κλιματολόγοι, η γενική θερμοκρασία σημειώνει πτώση κατά τις τελευταίες έξι χιλιετίες και ιδιαίτερα μέσα στα τελευταία σαράντα τέσσερα χρόνια.

Αυτό έρχεται σε κατηγορηματική αντίθεση με τα στοιχεία των ειδικών που υποστηρίζουν τη θέρμανση και οι οποίοι, σύμφωνα με τους κλιματολόγους, ξεχνούν να λάβουν υπόψη τους την επίδραση της θερμότητας των πόλεων, ενός παράγοντα εντελώς διαφορετικού από τη γενική τάση. Ούτε έχει γίνει πραγματικότητα ακόμα καμιά από τις ενδείξεις θέρμανσης, με μοναδικά αποδεικτικά στοιχεία τα αμφισβητούμενα πρότυπα των κομπιούτερ.

Η σύγχρονη κλιματολογία, που άριχσε ν’ ανθίζει μόνο κατά τα μέσα της δεκαετίας του ΄50, όταν έδειξαν ενδιαφέρον ορισμένοι ερευνητές για το τι μπορούσε πραγματικά να συμβαίνει με τις κλιματολογικές συνθήκες του κόσμου, οφείλει κατά ένα μεγάλο μέρος την ύπαρξή της στις ανακαλύψεις του γεννημένου στην Ιταλία καθηγητή Τσέζαρε Εμιλιάνι, διευθυντή της γεωλογικής σχολής στο πανεπιστήμιο του Μαϊάμι, που είδαν το φως της δημοσιότητας το 1955 και σήμερα θεωρούνται ότι είναι η βασικότερη σύγχρονη συνεισφορά στη σε βάθος έρευνα του κλίματος.

Μελετώντας μικρά οστρακόδερμα, γνωστά σαν Foraminifera, σε πυρήνες ιζημάτων από τον Κόλπο του Μεξικού, ο Εμιλιάνι μπόρεσε να ιχνογραφήσει την κλιματολογική ιστορία του πλανήτη, γυρίζοντας πίσω εκατομμύρια χρόνια, και να παρουσιάσει το πρώτο αξιόπιστο πλαίσιο παλαιοντολογικής εργασίας. Αυτό που ανακάλυψε ήταν μια διαδοχή από πρόσφατες περιόδους πάγων – μέχρι σήμερα έχουν χρονολογηθεί κάπου είκοσι πέντε – η καθεμία διάρκειας γύρω στις εκατό χιλιετίες και με συγκριτικά μικρές ενδιάμεσες περιόδους αποπαγετοποίησης, που διαρκούσαν από δέκα ως δώδεκα χιλιάδες χρόνια – σαν αυτή που απολαμβάνουμε εμείς από τότε που χάθηκε η μυθική Ατλαντίδα του Πλάτωνα, γύρω στο 9000 π. Χ. Όπως έχουν τα πράγματα τώρα, προειδοποιούν οι κλιματολόγοι της «ψύξης», μόνο η τεχνολογία μας μπορεί ν’ αναβάλει ή να προλάβει μια άλλη καταστροφική κατάψυξη, που θα έχει σαν αποτέλεσμα τον αφανισμό του μεγαλύτερου μέρους της ανθρώπινης φυλής.

Η πρώτη επιστημονική περιγραφή των περιόδων των πάγων και της προέλευσής τους έγινε στα μέσα του περασμένου αιώνα από ένα Σκοτσέζο φιλόσοφο-επιστήμονα, τον Τζέιμς Κρολ, που υποστήριζε ότι η κυκλική επανεμφάνισή τους ελεγχόταν από τακτικές μεταβολές στην ελλειπτική τροχιά της γης, από την κλίση του άξονά της κι από την ακανόνιστη ταλάντευση «Τσάντλερ», όπως την αποκαλούσε. Η θεωρία του δεν άργησε να καταρριφθεί και αναβίωσε μόνο τη δεκαετία του ’30 με τους πειστικούς μαθηματικούς υπολογισμούς ενός Γιουγκοσλάβου γεωφυσικού, του Μιλούτιν Μιλάνκοβιτς, που υποστήριζαν τα αρχικά στοιχεία του Κρολ.

Ο Μιλάνκοβιτς ισχυριζόταν ότι υπάρχει μια συνεχής, μεταβαλλόμενη σχέση μεταξύ γης και ήλιου, καθώς η τροχιά της γης αλλάζει σχήμα κάθε ενενήντα με εκατό χιλιάδες χρόνια. Ενώ είναι σχεδόν τέλεια κυκλική, η τροχιά αρχίζει σιγά σιγά και γίνεται ελλειπτική, για να επιστρέψει μετά το ίδιο αργά στο κυκλικό σχήμα, ποικίλλοντας έτσι την ένταση του ήλιου μέχρι και 30% πάνω από τον κύκλο. Ο Μιλάνκοβιτς ανακάλυψε επίσης ακανόνιστους κύκλους στην περιστροφή, την ταλάντευση και τη μεταβολή της κλίσης της γης, μ’ έναν κύκλο να μεταφέρει την ηλιακή ενέργεια από το Νότιο στο Βόρειο Ημισφαίριο και πίσω πάλι, μέσα σε μια περίοδο 21,000 χρόνων.

Παρ’ όλα αυτά, οι σκεπτικιστές συνέχισαν ν’ αμφιβάλλουν, μέχρι τη στιγμή που παρουσίασε ο Εμιλιάνι τα στοιχεία οξυγόνου-ισότοπου από τους πυρήνες του βυθού της θάλασσας για να επιβεβαιώσει το μηχανισμό Κρολ-Μιλάνκοβιτς και να κάνει τους κλιματολόγους να ρίξουν μια πιο προσεκτική ματιά στο τι περίμενε τον άνθρωπο. Σύμφωνα με το σενάριο του Εμιλιάνι, ο πλανήτης κατευθύνεται ολόισια προς τους θαλάμους ενός πολύ πολύ ισχυρού καταψύκτη.

Σ’ ένα συναρπαστικό ποτρέτο της κλιματολογίας της γης κατά τα τελευταία πενήντα εκατομμύρια χρόνια, ο δρ. Τζον Ίμπρι του πανεπιστημίου Μπράουν προσθέτει ανατριχιαστικές λεπτομέρειες που δείχνουν ότι το τέλος μιας ενδιάμεσης περιόδου αποπαγετοποίησης μπορεί να είναι απότομο και τραγικό, αν κρίνει κανείς από τα μαστόδοντα που βρέθηκαν μέσα στους πάγους της Σιβηρίας και της Βόρειας Αμερικής, τα οποία είχαν παγώσει τόσο γρήγορα ώστε στα δόντια τους υπήρχαν ακόμα φρέσκα τα αγριολούλουδα που μασουλούσαν.

Περισσότερα στοιχεία παρουσιάστηκαν τη δεκαετία του ’60, όταν ο καθηγητής Τζορτζ Τ. Κούκλα και οι συνεργάτες του στο Γεωλογικό Παρατηρητήριο Λαμόντ-Ντόχερτι ανακάλυψαν ότι τα κοιτάσματα loess (ένας ωχρός ασβεστούχος άργιλος ή πηλός, συνήθως αιολικής προέλευσης, το loess είναι αξιοσημείωτο για τα οργανικά του απομεινάρια, που αποτελούνται κυρίως από κοχύλια ξηράς και οστά χορτοφάγων και σαρκοφάγων θηλαστικών.) στην Τσεχοσλοβακία έδειχναν δέκα διαφορετικές περιόδους πάγων, που ταιριάζουν με τους αριθμούς που έβγαλε ο Εμιλιάνι από το βυθό του ωκεανού, για ν’ αποδείξουν ότι τα διαστήματα ανάμεσα στις περιόδους πάγων ήταν πάντοτε μικρά διαλείμματα κι ότι η περίοδος στην οποία ζούμε τώρα πλησιάζει προς το τέλος της.

Διακρίνοντας την απειλή μιας επικείμενης καταστροφής, οι κλιματολόγοι ανασκουμπώθηκαν και κοίταξαν να δουν τι μπορούσε να γίνει. Όμως, δεν είχαν ξεκινήσει καλά καλά ακόμα, όταν βγήκε στο προσκήνιο η αντιθεωρία της θέρμανσης, που είχε και την υποστήριξη της κυβέρνησης, από το δρα Ρότζερ Ρεβέλ, διευθυντή τότε του Ιδρύματος Ωκεανογραφίας Σκριπς και το Γερμανό συνάδελφό του δρα Χ. Σουές – καμία σχέση με το διάσημο δρα Σόις που τόσο λατρεύουν τα μικρά παιδιά, παρ’ όλο που οι ιδέες του θεωρούνται το ίδιο παλαβές.

Ο Ρεβέλ και ο Σουές δεν έκαναν τίποτε άλλο από το να ξεσκονίσουν το φαινόμενο θερμοκηπίου του Τίνταλ και μέχρι τη δεκαετία του ’70 είχαν κατορθώσει, με τη βοήθεια κυβερνητικών κεφαλαίων που τους δόθηκαν έμμεσα από πετροχημικές εταιρείες, να δημιουργήσουν μια ολοένα μεγαλύτερη προκατάληψη στις «ορθόδοξες» αμερικανικές επιστήμες υπέρ της θεωρίας της θέρμανης.

Ωστόσο, για όσους καταλάβαιναν, η κλιματολογική γραφή βρισκόταν στους πυρήνες. Ο Τόμας Ε. Όβερκαμπ, από το Γεωφυσικό Ινστιντούτο του πανεπιστημίου της Αλάσκας, είδε ότι τα στοιχεία που υπήρχαν έδειχναν προς την κατεύθυνση της ψύξης κι ο συνάδελφός του στο ίδιο ινστιτούτο, Γκούντερ Ε. Βέλερ, λέει ότι το φαινόμενο του θερμοκηπίου μπορεί να αντισταθμιστεί από μια τάση ψύξης. «Μας περιμένει μια μεταβολή προς ψυχρότερα κλίματα». Ο Γουάλας Σ. Μπρέκερ, από το Γεωλογικό Παρατηρητήριο Λαμόντ-Ντόχερτι του πανεπιστημίου Κολούμπια, προειδοποιεί ότι η κλιματολογική αλλαγή θα μπορούσε να συμβεί τόσο ξαφνικά, ώστε να μην έχουν οι άνθρωποι τον καιρό να προσαρμοστούν.

Το 1972, έγινε το πρώτο μεγάλο συνέδριο κλιματολόγων στο πανεπιστήμιο Μπράουν για να συζητήσουν την «Παρούσα Ενδιάμεση Περίοδο Αποπαγετοποίησης: Πότε Πρόκειται Να Τελειώσει;» Όσοι έλαβαν μέρος συμφώνησαν ότι «η μεταβολή των κλιματολογικών συνθηκών σε όλο τον κόσμο αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους κινδύνους για το περιβάλλον».

Το πανεπιστήμιο έστειλε επιστολές στις κυβερνήσεις όλου του κόσμου, προειδοποιώντας τες για μια επικείμενη «παγκόσμια κλιματολογική καταστροφή».

Δυο χρόνια αργότερα, η Διεθνής Ομοσπονδία Ιδρυμάτων Προχωρημένων Σπουδών (IFIAS) διοργάνωσε ένα συνέδριο στη Βόννη της Δυτικής Γερμανίας, τα συμπεράσματα του οποίου έλεγαν αποσπασματικά: «Ένα νέο κλιματολογικό σχήμα τείνει να παρουσιαστεί σήμερα… Πιστεύουμε ότι… συνιστά απειλή για τους λαούς του κόσμου. Η κατεύθυνση της μεταβολής μπορεί να σημαίνει σημαντικές απώλειες συγκομιδής, κάτι που είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα συμβεί κατά τη διάρκεια αυτής της δεκαετίας… Ζητούμε από όλα τα έθνη, μεμονωμένα και συλλογικά, να καταρτίσουν σχέδια και να ενεργήσουν ώστε να εδραιωθούν τα τεχνικά, κοινωνικά και πολιτικά μέσα, με τα οποία θ’ αντιμετωπιστεί αυτή η πρόκληση στην ειρήνη και την ευημερία των ανθρώπων. Η γνώμη μας είναι ότι η ανάγκη είναι μεγάλη κι ο χρόνος που μας μένει μικρός».

Μέχρι το φθινόπωρο του 1973, η Αμερικανική Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών είχε συγκεντρώσει αρκετά ανησυχητικά στοιχεία για να διοργανώσει μια συνάντηση στο Σαν Ντιέγκο όλων εκείνων που εκπροσωπούσαν τις διάφορες μεθόδους ερευνών. Τη δεύτερη κιόλας μέρα είχαν συμφωνήσει ότι «σημειώνεται μια παγκόσμια κλιματολογική μεταβολή κι ότι δεν πρόκειται να επιστρέψουμε σύντομα στις κλιματολογικές συνθήκες του πρόσφατου παρελθόντος».

Το 1975, 84 κλιματολόγοι από 10 χώρες έλαβαν μέρος στο Πρώτο Συνέδριο Ισότοπης Κλιματολογίας και Παλαιοκλιματολογίας, στο Μαϊάμι, με προεδρεύοντες το σκαπανέα κλιματολόγο Τσέζαρε Εμιλιάνι και το νομπελίστα Γουίλαρντ Φ. Λίμπι. Μετά από ομόφωνη απόφαση του συνεδρίου ο δεύτερος έγραψε: «Οι περίοδοι πάγων έχουν αποτελέσει κανόνα τα τελευταία εκατομμύρια χρόνια, ενώ τα εύκρατα κλίματα καλύπτουν σε διάρκεια μόνο το 5% αυτού του χρόνου… Επειδή οι προμήθειες παγκόσμιας τροφής εξαρτώνται κυρίως από τις κλιματολογικές συνθήκες, θα πρέπει να βελτιωθεί σε τεράστιο βαθμό η σημερινή κατανόηση του κλίματος για να μπορέσουμε ν’ αντιμετωπίσουμε την αυριανή απειλή στην εξεύρεση τροφής».

Ο Λίμπι στη συνέχεια πρόσθεσε και τη φράση-κλειδί του συνεδρίου. «Εχουμε στη διάθεσή μας τις μεθόδους και την τεχνική για να γράψουμε μια νέα κλιματολογική ιστορία και το μόνο που χρειάζεται γι’ αυτό είναι μια συντονισμένη προσπάθεια». Με αυτό που είπε, ο Λίμπι εννοούσε ότι οι κλιματολόγοι που ανησυχούσαν, βλέποντας με τι ταχύτητα πλησίαζε η περίοδος των πάγων, εξετάζουν μεθόδους για να προλάβουν την καταστροφή με τη βοήθεια της τεχνολογίας. Αυτό που χρειάζεται, λένε, είναι ένας τρόπος που θα βρει ο ίδιος ο άνθρωπος για να μετριάσει το φυσικό κύκλο του ψύχους που προκαλείται από την ακανόνιστη τροχιά της γης και ν’ αποτρέψει την καταστροφή με την τεχνητή δημιουργία ενός δεκάτου από το 1% της θερμότητας του ήλιου.

Από τις πολλές προτάσεις που έγιναν – στις οποίες συμπεριλαμβάνονται μερικές δαπανηρές και αμφίβολης ποιότητας, όπως το σκοτείνιασμα τεράστιων εκτάσεων της επιφάνειας της γης με καρβουνόσκονη ή των ωκεανών με λουρίδες μαύρου πολυπροπυλένιου – αυτή που προτίμησαν οι κλιματολόγοι ήταν η πρόταση του Space Global της Καλιφόρνιας, να τεθεί σε τροχιά στο διάστημα ένας αριθμός από συγχρονισμένα με τον ήλιο συστήματα κατόπτρων, που ονομάζονται solettas, για ν’ αντανακλούν περισσότερο ηλιακό φως στον πλανήτη, αρκετό για να καλύψει τη φυσική του απώλεια. Παρόμοια κάτοπτρα, που πνομάζονται lunettas, θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για ν’ αυξήσουν το φως της σελήνης σε ένταση εκατό πανσελήνων, που θα επιτρέπουν τη νυχτερινή αγροτική εργασία, πολυκαλλιέργεια σπαρτών και θα προσφέρουν καλύτερο φωτισμό στους δρόμους. Το ερώτημα βέβαια παραμένει αναπάντητο για το τι επιπτώσεις θα είχε κάτι τέτοιο σε ζωτικούς βιολογικούς ρυθμούς και τα νυχτερινά όργια των μάγων.

Το σύστημα θα απαιτούσε χιλιάδες πυραύλων για να τεθούν σε τροχιά κάπου 1,5 εκατομμύριο τετραγωνικά χλμ κατόπτρων και θα κόστιζε εκαντοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια. Οι υποστηρικτές του ωστόσο είναι βέβαιοι ότι το κόστος θα μπορούσε εύκολα ν’ αποσβεστεί κατά τα εξήντα ως εκατό χρόνια που θα κρατούσε το σύστημα – ενώ παράλληλα θα αποτρεπόταν και το πολύ μεγαλύτερο πρόβλημα μιας άλλης περιόδου πάγων.

Παγοκρύσταλλοι στο θερμοκήπιο (Μέρος ΙΙ)

Πηγή: Μυστικά του εδάφους-Πήτερ Τόμπκινς & Κρίστοφερ Μπερντ

1 comment:

Anonymous said...

Συγχαρητήρια για την παράθεση του άρθρου!
Στο μεταξύ, αφού πιθανότατα δε θα πληγεί η τροπική ζώνη, παρά μόνο από αποτρεπόμενες κανιβαλικές μεταναστεύσεις, αν ληφθούν άμεσα μέτρα, οι ειδικοί δεν έχουν λίγο θάρρος να ασχοληθούν με τη διεθνή εκεχειρία, την αναδάσωση των μεγάλων ερήμων και την αποκέντρωση των βαβυλώνων σε αυτάρκη αγροκτήματα, τον έλεγχο του υπερπληθυσμού-υπερκαταναλωτισμού.
Οι εναπομείναντες αισιόδοξοι νομίζουμε, και το λέμε στις καθημερινές συζητήσεις και ορισμένα μη τηλεχειριζόμενα διεθνή συνέδρια, προς έκπληξη των απαισιόδοξων, ότι ενδεχόμενες απότομες κλιματικές αλλαγές, ακόμα και αν συνεχίσουν τα ιερατεία να εμποδίζουν τη διεθνή συμφιλίωση, θα παραλύσουν τους μηχανισμούς τους, και, έστω με τεράστιες θυσίες, θα ανασυγκροτηθεί, αργά ή γρήγορα, μια φιλειρηνική συνομοσπονδιακή ανθρωπότητα. Οι ήρεμοι ή οι νευρικοί κυνηγοί είναι αποτελεσματικότεροι; Θυμηθείτε τους γελαστούς πρωταγωνιστές Ινουίτ, στην ταινία-ντοκιμαντέρ Παγωμένο-(Θαρραλέο) Δρομέα (Atanarjuat)! Η Ελβετική Συνομοσπονδία δυνάμωσε από την εμφάνισή της, το 1291, ακριβώς κατά τη διάρκεια των αντιξοοτήτων τής Μικρής Παγετώδους (Little Ice Age), ως το 1850!
Άλλωστε, όλα τα αυταρχικά καθεστώτα είναι αυτο-καταστροφικά, και σε μια παγετώδη περίοδο, μάλιστα, πώς θα τραφούν, αν δεν αποσυρθούν μόνα τους ή από τους πάγους;
Θα αντέξουν τα αφοβέρηγα, τα πιο εκπαιδευμένα στο θάρρος παιδιά !