Monday, September 27, 2010

Η επανάσταση της ελπίδας (Μέρος Ι)


Το βιβλίο αυτό γράφτηκε σαν αντίδραση στην κατάσταση της Αμερικής το 1968. Στη συγγραφή του μ' έσπρωξε η πεποίθηση πως βρισκόμαστε σ' ένα σταυροδρόμι: ο ένας δρόμος οδηγεί - αν όχι στην καταστροφή με θερμοπυρηνικό πόλεμο - σε μια πέρα για πέρα μηχανοποιημένη κοινωνία με τον άνθρωπο σαν ένα ανίσχυρο γρανάζι στη μηχανή. Ο άλλος οδηγεί στην αναγέννηση του ουμανισμού και της ελπίδας - σε μια κοινωνία που βάζει την τεχνική στην υπηρεσία της ευημερίας του ανθρώπου. Βασίζεται στην πεποίθηση ότι τις απαραίτητες καινούργιες λύσεις μπορούμε να τις βρούμε με τη βοήθεια της λογικής και της φλογερής αγάπης για τη ζωή και όχι με τον παραλογισμό και το μίσος.

Ι. Τα σταυροδρόμια

Ανάμεσά μας πλανιέται ένα φάντασμα που λίγοι μονάχα μπορούν να το δουν ξεκάθαρα. Δεν είναι το παλιό φάντασμα του κομμουνισμού ή του φασισμού. Είναι ένα νέο φάντασμα: μια πέρα για πέρα μηχανοποιημένη κοινωνία, αφοσιωμένη στη μέγιστη δυνατή παραγωγή και κατανάλωση, κατευθυνόμενη από κομπιούτερ. Και σ' αυτό το κοινωνικό προτσές, ο ίδιος ο άνθρωπος μετατρέπεται σε εξάρτημα της όλης μηχανής, καλοτρώγοντας και καλοπερνώντας, αλλά απαθής, άψυχος, με ελάχιστα αισθήματα. Με τη νίκη της νέας κοινωνίας θα εξαφανιστούν ο ατομικισμός και η ιδιωτική ζωή. Τα αισθήματά μας για τους άλλους θα φαμπρικάρονται από ψυχολογικούς διαμορφωτές και άλλες συσκευές, ή με παραισθησιογόνα, που χρησιμεύουν παράλληλα και για ένα νέο είδος ενδοσκοπικής εμπειρίας. Όπως γράφει ο Σμπίγκνιεφ Μπρζεζίνσκι, "στην τεχνετρονική κοινωνία φαίνεται πως θα επικρατεί η τάση της συγκέντρωσης της ατομικής υποστήριξης εκατομμυρίων ασυντόνιστων πολιτών, πράγμα που θα το κάνουν εύκολα μαγνητικές και ελκτικές προσωπικότητες εκμεταλευόμενες αποτελεσματικά τις πο πρόσφατες τεχνικές επικοινωνίας για να χειραγωγούν και να κατευθύνουν τα συναισθήματα και να ελέγχουν τη λογική". Αυτή τη νέα μορφή κοινωνίας την πρόβλεψαν με τη μορφή μυθιστορήματος ο Όργουελ στο έργο του "1984" και ο Άλντους Χάξλεϋ στο έργο "Ο Θαυμαστός Καινούργιος Κόσμος" (Brave New World).

Η πιο ανησυχητική πλευρά για την ώρα μπορεί να είναι ότι βλέπουμε να χάνουμε τον έλεγχό μας πάνω στο σύστημά μας. Εκτελούμε αποφάσεις που παίρνουν για μας οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές μας. Σαν ανθρώπινα όντα δεν έχουμε άλλους σκοπούς από το να παράγουμε και να καταναλώνουμε ολοένα και πιο πολύ. Δεν επιθυμούμε τίποτα κι ούτε θέλουμε να επιθυμούμε κάτι. Βρισκόμαστε κάτω από την απειλή του αφανισμού με τα πυρηνικά όπλα, και της εσωτερικής απονέκρωσης με την απάθεια που δημιουργεί ο αποκλεισμός μας από την υπεύθυνη λήψη αποφάσεων.

Πώς φτάσαμε σ'αυτό το σημείο; Πώς έγινε κι ο άνθρωπος, έχοντας φτάσει στο αποκορύφωμα της κυριαρχίας του πάνω στη φύση, έγινε αιχμάλωτος των δικών του δημιουργημάτων και βρίσκεται μπροστά στο σοβαρό κίνδυνο να καταστρέψει τον εαυτό του;

Αναζητώντας την επιστημονική αλήθεια, ο άνθρωπος κατέκτησε τις γνώσεις που μπορούσε να χρησιμοποιήσει για την κυριαρχία του πάνω στη φύση. Η επιτυχία του ήταν καταπληκτική. Δίνοντας όμως μονόπλευρα έμφαση στην τεχνική και την υλική κατανάλωση, ο άνθρωπος έχασε την επαφή με τον εαυτό του, με τη ζωή. Έχοντας χάσει την πνευματική πίστη και τις ουμανιστικές αξίες που συνδέονται μ' αυτή, συγκέντρωσε όλη την προσοχή του στις τεχνικές και υλικές αξίες κι έχασε την ικανότητα για έντονα συναισθηματικά βιώματα και για τη χαρά και τη λύπη που τα συνοδεύουν. Η μηχανή που κατασκεύασε έγινε τόσο παντοδύναμη, που έφτιαξε δικό της πρόγραμμα, το οποίο καθορίζει σήμερα αυτή τούτη τη σκέψη του ανθρώπου.

Προς το παρόν, ένα από τα πιο σοβαρά συμπτώματα του συστήματός μας είναι το γεγονός ότι η οικονομία μας στηρίζεται πάνω στην παραγωγή όπλων (συν τη διατήρηση ολόκληρου του αμυντικού μηχανισμού) και στην αρχή της μέγιστης δυνατής κατανάλωσης. Έχουμε ένα οικονομικό σύστημα που λειτουργεί καλά μονάχα αν παράγουμε προϊόντα που μας απειλούν με φυσική καταστροφή, μονάχα αν μετατρέπουμε το άτομο σε ολοκληρωτικά απαθή καταναλωτή, με αποτέλεσμα να το απονεκρώνουμε, και μονάχα αν έχουμε δημιουργήσει μια γραφειοκρατία που κάνει το άτομο να νιώθει ανίσχυρο.

Βρισκόμαστε μπροστά σ' ένα τραγικό άλυτο δίλημμα: Πρέπει να δημιουργούμε αρρωστημένους ανθρώπους για να έχουμε υγιή οικονομία, ή είναι δυνατό να χρησιμοποιήσουμε τους υλικούς πόρους μας, τις εφευρέσεις μας, τα κομπιούτερ μας με τρόπο που να εξυπηρετούν τους σκοπούς του ανθρώπου; Πρέπει τα άτομα να είναι απαθή και εξαρτημένα για να έχουμε οργανώσεις γερές που να λειτουργούν στην εντέλεια;

Οι απαντήσεις σ' αυτά τα προβλήματα διαφέρουν. Ανάμεσα σε κείνους που αναγνωρίζουν την επαναστατική και δραστική αλλαγή στη ζωή του ανθρώπου, που θα μπορούσε να την πραγματοποιήσει η "μεγαμηχανή", είναι οι συγγραφείς που υποστηρίζουν ότι η νέα κοινωνία είναι αναπόφευκτη, κι έτσι, ότι δεν υπάρχει χώρος για αντιρρήσεις ως προς τα καλά της. Παράλληλα νιώθουν συμπάθεια για την καινούργια κοινωνία, αν και εκφράζουν κάποιους φόβους για το τι μπορεί να κάνει στον άνθρωπο όπως τον ξέρουμε. Αντιπρόσωποι αυτής της τάσης είναι ο Σμπίγκνιεφ Μπρζεζίνσκι κι ο Χ. Καν. Στην άλλη άκρη του φάσματος βρίσκεται ο Ζακ Ελύλ, που στο έργο του "Τεχνολογική Κοινωνία" (Τechnological Society) περιγράφει με μεγάλη δύναμη τη νέα κοινωνία προς την οποία βαδίζουμε και την καταστροφική επίδρασή της πάνω στον άνθρωπο. Αντιμετωπίζει το φάντασμα στην τρομακτική του έλλειψη ανθρωπιάς. Το συμπέρασμά του δεν είναι πως θα επικρατήσει η νέα κοινωνία, αν και φρονεί ότι, σύμφωνα με το νόμο των πιθανοτήτων, μπορεί και να επικρατήσει. Βλέπει όμως μια δυνατότητα, σύμφωνα με την οποία η απανθρωπισμένη κοινωνία μπορεί να μην είναι ο νικητής "αν ένας όλο και μεγαλύτερος αριθμός ανθρώπων αποκτήσουν επίγνωση της απειλής που δημιουργεί ο τεχνολογικός κόσμος για την προσωπική και πνευματική ζωή του ανθρώπου και αν αποφασίσουν να προασπίσουν την ελευθερία τους ανατρέποντας την πορεία αυτής της εξέλιξης". Η θέση του Λιούις Μάμφορντ μπορεί να χαρακτηριστεί παρόμοια με τη θέση του Ελύλ. Στο βαθύ και θαυμαστό έργο του "Ο Μύθος της Μηχανής" (The Myth of the Machine) περιγράφει τη "μεγαμηχανή", ξεκινώντας από τις πρώτες εκδηλώσεις της στην αιγυπτιακή και βαβυλωνιακή κοινωνία. Αλλά σε αντίθεση μ' εκείνους που, όπως οι συγγραφείς που αναφέρθηκαν παραπάνω, αναγνωρίζουν το φάντασμα είτε με συμπάθεια είτε με τρόμο, βρίσκεται η πλειονότητα των ανθρώπων, όσοι βρίσκονται στην κορυφή του κατεστημένου, και ο μέσος πολίτης, που δε βλέπει κανένα φάντασμα. Πιστεύουν στην παλιά και ξεπερασμένη πια πίστη του 19ου αιώνα, σύμφωνα με την οποία η μηχανή θα συμβάλει στο να γίνει πιο ελαφρύς ο μόχθος του ανθρώπου, θα παραμείνει μέσο για την επίτευξη ενός σκοπού, και δε βλέπουν τον κίνδυνο που δημιουργείται αν η τεχνολογία αφεθεί ν' ακολουθήσει τη δική της λογική, οπότε μπορεί να καταντήσει μια καρκινωματική απόφυση που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο το συγκροτημένο σύστημα του ανθρώπου και της κοινωνικής ζωής. Η θέση που παίρνει αυτό το βιβλίο είναι καταρχήν εκείνη του Μάμφορντ και του Ελύλ. Είναι ίσως διαφορετική από την άποψη ότι διαβλέπω μια κάπως μεγαλύτερη δυνατότητα αναστήλωσης του κοινωνικού συστήματος κάτω από τον έλεγχο του ανθρώπου. Οι ελπίδες που έχω σ' αυτό τον τομέα βασίζονται στους ακόλουθους παράγοντες:

1. Το σημερινό κοινωνικό σύστημα μπορεί να γίνει κατανοητό πολύ καλύτερα αν συνδέσουμε το σύστημα "Άνθρωπος" με το όλο σύστημα. Η ανθρώπινη φύση δεν είναι ένα αφηρημένο ούτε και ένα απεριόριστα πλαστικό και κατά συνέπεια δυναμικά αμελητέο σύστημα. Έχει τις δικές της ιδιαίτερες ιδιότητες, τους δικούς της ιδιαίτερους νόμους και τις δικές της εναλλακτικές λύσεις. Η μελέτη του συστήματος Άνθρωπος μας επιτρέπει να διαπιστώσουμε τι κάνουν στον άνθρωπο ορισμένοι παράγοντες του κοινωνικο-οικονομικού συστήματος, με ποιο τρόπο οι διαταραχές στο σύστημα Άνθρωπος προκαλούν διαταραχές στην ισορροπία του όλου κοινωνικού συστήματος. Εισάγοντας τον ανθρώπινο παράγοντα στην ανάλυση του όλου συστήματος, είμαστε καλύτερα προπαρασκευασμένοι να κατανοήσουμε τη δυσλειτουργία του, και να καθορίσουμε νόρμες που συνδέουν την υγιή οικονομική λειτουργία του συστήματος με τη βέλτιστη ευημερία των ανθρώπων που συμμετέχουν σ' αυτό το κοινωνικό σύστημα. Φυσικά, όλα αυτά ισχύουν μονάχα αν υπάρχει συμφωνία πως η μέγιστη δυνατή ανάπτυξη του ανθρώπινου συστήματος από την άποψη της δομής του - δηλαδή της ανθρώπινης ευημερίας - αποτελεί πρωταρχικό σκοπό.

2. Η αυξανόμενη δυσαρέσκεια από το σημερινό τρόπο ζωής, η παθητικότητά του και η σιωπηλή βαριεστημάρα, η έλλειψη ιδιωτικής ζωής και η αποπροσωποποίηση που τον χαρακτηρίζει, καθώς και η επιθυμία για μια χαρούμενη και γεμάτη νόημα ύπαρξη, που να ικανοποιεί τις ειδικές εκείνες ανάγκες, τις οποίες ο άνθρωπος έχει αναπτύξει στις τελευταίες χιλιετηρίδες της ιστορίας του, και οι οποίες τον κάνουν να διαφέρει από τα ζώα, όπως και από το κομπιούτερ. Αυτή η τάση γίνεται ακόμα πιο έντονη επειδή το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού έχει κιόλας γευτεί την πλήρη υλική ικανοποίηση και έχει ανακαλύψει ότι ο παράδεισος του καταναλωτή δε χαρίζει την αναμενόμενη ευτυχία. (Φυσικά οι φτωχοί δεν είχαν ακόμα τη δυνατότητα να το διαπιστώσουν, εκτός από το ότι παρατηρούν την έλλειψη χαράς εκείνων που "έχουν καθετί που θα μπορούσε να επιθυμήσει ο άνθρωπος").

Οι ιδεολογίες και οι ιδέες έχουν χάσει πολύ από το θέλγητρό τους. Οι παραδοσιακές στερεότυπες φράσεις όπως "δεξιός" και "αριστερός" ή "κομμουνισμός" και "καπιταλισμός" έχουν χάσει τη σημασία τους. Οι άνθρωποι αναζητούν ένα νέο προσανατολισμό, μια νέα φιλοσοφία, που να έχει για κέντρο της τις προτεραιότητες της ζωής και όχι τις προτεραιότητες του θανάτου.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες και σ' ολόκληρο τον κόσμο παρατηρείται μια όλο και μεγαλύτερη πόλωση: Υπάρχουν εκείνοι που νιώθουν έλξη για τη βία, το "νόμο και την τάξη", για τις γραφειοκρατικές μεθόδους και ενδεχόμενα για τη μη ζωή, καθώς κι εκείνοι που νιώθουν βαθιά αγάπη για τη ζωή, για νέες στάσεις συμπεριφοράς και όχι για έτοιμα σχέδια και σχήματα. Αυτό το νέο μέτωπο είναι ένα κίνημα που συνδυάζει την επιθυμία για βαθιές αλλαγές στην οικονομική και κοινωνική πρακτική μας με αλλαγές στην ψυχική και πνευματική θεώρηση της ζωής. Στην πιο γενική μορφή του, σκοπός του είναι η δραστηριοποίηση του ατόμου, η αποκατάσταση του ελέγχου του ανθρώπου πάνω στο κοινωνικό σύστημα, ο εξανθρωπισμός της τεχνολογίας. Είναι ένα κίνημα στο όνομα της ζωής κι αν έχει μια τόσο πλατιά και κοινή βάση, αυτό το οφείλει στο ότι η απειλή ενάντια στη ζωή σήμερα δεν είναι απειλή ενάντια σε μια τάξη ή ένα έθνος, αλλά απειλή ενάντια σ' όλους μας.

Στα κεφάλαια που ακολουθούν επιχειρείται η λεπτομερειακή εξέταση μερικών από τα προβλήματα που σκιαγραφήθηκαν εδώ, ιδιαίτερα εκείνων που συνδέονται με τη σχέση ανάμεσα στον άνθρωπο και το κοινωνικο-οικονομικό σύστημα.

Υπάρχει ωστόσο ένα σημείο που πρέπει να ξεκαθαριστεί από την αρχή. Σήμερα υπάρχει μια πολύ διαδομένη απογοήτεση σχετικά με τη δυνατότητα αλλαγής της πορείας που έχουμε ακολουθήσει. Αυτή η απογοήτευση είναι κατά κύριο λόγο ασυνείδητη, ενώ οι συνειδητοί άνθρωποι είναι "αισιόδοξοι" και πιστεύουν στην παραπέρα "πρόοδο". Πριν από την εξέταση της σημερινής κατάστασης και της δυνατότητας ελπίδας που παρουσιάζει, θα προηγηθεί η εξέταση του φαινομένου της ελπίδας.

ΙΙ. Η Ελπίδα

1. ΤΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΛΠΙΔΑ

Η ελπίδα είναι αποφασιστικό στοιχείο σε κάθε προσπάθεια πραγματοποίησης κοινωνικής αλλαγής προς την κατεύθυνση μεγαλύτερης ζωντάνιας, επίγνωσης και λογικής. Αλλά η φύση της ελπίδας συχνά παρεξηγείται και μπερδεύεται με στάσεις που δεν έχουν καμιά σχέση με την ελπίδα και που στην πραγματικότητα είναι ακριβώς το αντίθετό της.

Τι σημαίνει να ελπίζεις;

Σημαίνει, όπως πιστεύουν πολλοί, να έχεις επιθυμίες και πόθους; Αν είναι αυτό, εκείνοι που επιθυμούν πιο πολλά και πιο καλά αυτοκίνητα, σπίτια και μαραφέτια, θα πρέπει να είναι άνθρωποι της ελπίδας. Αλλά δεν είναι έτσι. Είναι άνθρωποι που διψούν για περισσότερη κατανάλωση κι όχι άνθρωποι της ελπίδας.

Σημαίνει τάχα ελπίζω, αν αντικείμενο της ελπίδας μου δεν είναι κάποιο πράγμα, αλλά μια πληρέστερη ζώη, μια κατάσταση μεγαλύτερης ζωντάνιας, μια απελευθέρωση από μια αιώνια βαριεστημάρα; Ή, για να χρησιμοποιήσουμε ένα θεολογικό όρο, ελπίζω για τη σωτηρία, ή ένα πολιτικό όρο, ελπίζω για την επανάσταση; Πραγματικά, αυτό το είδος προσδοκίας μπορεί να είναι ελπίδα. Αλλά δεν είναι ελπίδα αν έχει την ιδιότητα της απάθειας και της "προσμονής" - ώσπου να έρθει η ελπίδα - οπότε στην πραγματικότητα είναι κάλυμμα για υποταγή στη μοίρα, τίποτ' άλλο παρά ιδεολογία.

Ο Κάφκα περιγράφει με θαυμαστό τρόπο αυτό το είδος της υποταγμένης και παθητικής ελπίδας στο μυθιστόρημά του "Η Δίκη". Ένας άνθρωπος φτάνει μπροστά στην πόρτα που οδηγεί στους ουρανούς (το Νόμο) και παρακαλεί να μπει. Ο θυρωρός λέει πως δεν μπορεί για την ώρα ν' αφήσει τον άνθρωπο να μπει. Μόλο που η πόρτα που οδηγεί στο Νόμο παραμένει ανοιχτή, ο άνθρωπος αποφασίζει πως είναι καλύτερα να περιμένει ίσαμε που να του δώσουν την άδεια να μπει. Έτσι κάθεται χάμω και περιμένει μέρες και χρόνια. Πολλές φορές ζητάει να τον αφήσουν να μπει, αλλά πάντα του λένε πως δεν επιτρέπεται ακόμα η είσοδός του. Όλα αυτά τα πολλά χρόνια της αναμονής, ο άνθρωπος μελετάει το θυρωρό σχεδόν ακατάπαυστα και μαθαίνει να γνωρίζει ακόμα και τους ψύλλους στη γούνα του γιακά του. Με τα χρόνια γερνάει και πλησιάζει στο θάνατο. Για πρώτη φορά αναρωτιέται: "Πώς συμβαίνει κι όλα αυτά τα χρόνια δε ζήτησε να μπει κανένας άλλος εκτός από μένα;". Ο θυρωρός απαντάει: "Μονάχα εσύ μπορούσες να μπεις απ' αυτή την πόρτα, αφού αυτή η πόρτα προοριζόταν για σένα. Τώρα θα την κλείσω".

Ο γέρος είχε γεράσει πολύ για να καταλάβει, και μπορεί να μην καταλάβαινε αν ήταν νεότερος. Οι γραφειοκράτες έχουν την τελευταία λέξη. Αν πουν όχι, είναι αδύνατο να μπεις. Αν είχε κάτι παραπάνω απ' αυτή την παθητική ελπίδα της αναμονής, θα μπορούσε να μπει, και το κουράγιο του να αγνοήσει τους γραφειοκράτες θα ήταν η λυτρωτική πράξη που θα τον έφερνε στο αστραφτερό ανάκτορο. Πολλοί άνθρωποι είναι σαν το γέρο του Κάφκα. Ελπίζουν, αλλά δεν τους επιτρέπεται να ενεργήσουν σύμφωνα με τον παλμό της καρδιάς τους, κι όσο οι γραφειοκράτες δε δίνουν το πράσινο φως, περιμένουν και περιμένουν. (Η ισπανική λέξη esperar σημαίνει και αναμένω και ελπίζω και αναφέρεται ξεκάθαρα σ’ αυτό το ιδιαίτερο είδος παθητικής ελπίδας που προσπαθώ να περιγράψω εδώ).

Αυτό το είδος παθητικής ελπίδας συνδέεται στενά με μια γενικευμένη μορφή ελπίδας, που μπορεί να χαρακτηριστεί σαν ελπίδα για χρόνο. Ο χρόνος και το μέλλον γίνονται η κεντρική κατηγορία αυτού του είδους ελπίδας. Τίποτα δεν αναμένεται να συμβεί στο τώρα, αλλά μονάχα την επόμενη στιγμή, την επόμενη μέρα, τον επόμενο χρόνο και σ' έναν άλλο κόσμο, αν είναι πολύ ανόητο να πιστεύει κανείς ότι μπορεί να πραγματοποιηθεί η ελπίδα σ' αυτό τον κόσμο. Πίσω απ' αυτή τη δοξασία βρίσκεται η ειδωλολατρία του "Μέλλοντος", της "Ιστορίας" και των "Μεταγενέστερων", που εμφανίστηκε στη Γαλλική Επανάσταση με ανθρώπους όπως ο Ροβεσπιέρος, οι οποίοι λάτρευαν το μέλλον σαν θεό: δεν κάνω τίποτα, παραμένω παθητικός, γιατί είμαι ένα τίποτα, μηδαμινός. Αλλά το μέλλον, η προέκταση του χρόνου, θα φέρει αυτό που δεν μπορώ να πετύχω. Αυτή η λατρεία του μέλλοντος, που είναι μια διαφορετική άποψη της λατρείας της "προόδου" στη σύγχρονη αστική σκέψη, είναι ακριβώς η αλλοτρίωση της ελπίδας. Αντί να κάνω εγώ κάτι ή να γίνω κάτι, τα είδωλα, το μέλλον, οι μεταγενέστεροι κάνουν έτσι ώστε να συμβεί κάτι, χωρίς τη δική μου παρέμβαση. (Αυτή η σταλινική αντίληψη αποτελεί άμεση συνέχιση της ειδωλολατρίας των μεταγενέστερων του Ροβεσπιέρου. Είναι το άκρο αντίθετο της θέσης του Μαρξ που είπε: «Η ιστορία δεν είναι τίποτα, δεν κάνει τίποτα. Ο άνθρωπος υπάρχει, κι αυτός τα κάνει όλα»).

Ενώ η παθητική αναμονή είναι μια συγκαλυμμένη μορφή της απελπισίας και της ανημποριάς, υπάρχει μια άλλη μορφή απελπισίας και απόγνωσης που παίρνει ακριβώς την αντίθετη μορφή - τη μορφή των φραστικών κατασκευών και του τυχοδιωκτισμού, της περιφρόνησης της πραγματικότητας και της παραβίασης όλων όσων μπορούν να παραβιαστούν. Αυτή ήταν η στάση κάθε ψεύτικου μεσσία και των ηγετών πουτς, οι οποίοι περιφρονούσαν εκείνους που κάτω απ' όλες τις περιστάσεις δεν προτιμούν το θάνατο από την ήττα. Στις μέρες μας αυτή η ψευδοριζοσπαστική συγκάλυψη της απελπισίας και του νιχιλισμού δεν είναι κάτι που σπανίζει ανάμεσα στα πιο αφοσιωμένα μέλη της νέας γενιάς. Απευθύνονται στην τόλμη και την αφοσίωσή τους, αλλά δεν πείθουν με την έλλειψη από μέρους τους ρεαλισμού, αίσθησης της στρατηγικής και, σε μερικούς απ' αυτούς, με την έλλειψη αγάπης για ζωή.

2. ΤΟ ΠΑΡΑΔΟΞΟ ΚΑΙ Η ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ

Η ελπίδα είναι κάτι το παράδοξο. Δεν είναι ούτε παθητική αναμονή ούτε αντιρρεαλιστική παραβίαση των περιστάσεων που μπορούν να συμβούν. Μοιάζει με μια κουλουριασμένη τίγρη που θα κάνει το πήδημά της μόνο τη στιγμή που πρέπει να πηδήξει. Έκφραση της ελπίδας δεν είναι ούτε ο υπναλέος ρεφορμισμός ούτε ο ψευδοριζοσπαστικός τυχοδιωκτισμός. Ελπίζω σημαίνει είμαι έτοιμος κάθε στιγμή για εκείνο που δεν έχει ακόμα γεννηθεί, αλλά που ωστόσο δεν απελπίζομαι αν δε γεννηθεί στη διάρκεια της δικής μας ζώης. Δεν υπάρχει νόημα στο να ελπίζω για κάτι που ήδη υπάρχει ή για κάτι που δεν μπορεί να υπάρξει. Εκείνοι που η ελπίδα τους είναι αδύναμη, τα παρατάνε όλα αναζητώντας την άνεση, ή μπροστά στη βία. Εκείνοι που η ελπίδα τους είναι ισχυρή, βλέπουν και υποθάλπουν όλα τα δείγματα της νέας ζωής κι είναι πρόθυμοι κάθε στιγμή να συμβάλουν στη γέννηση αυτού που είναι έτοιμο να γεννηθεί.

Μια από τις μεγαλύτερες συγχύσεις σχετικά με την ελπίδα είναι η αδυναμία διάκρισης ανάμεσα στη συνειδητή και την ασυνείδητη ελπίδα. Φυσικά αυτό είναι ένα λάθος που συμβαίνει και σε σχέση με πολλές άλλες συναισθηματικές εμπειρίες, όπως η ευτυχία, το άγχος, η κατάθλιψη, η βαριεστημάρα και το μίσος. Είναι να απορεί κανείς για το ότι, μόλο που οι θεωρίες του Φρόυντ ήταν δημοφιλείς, οι ιδέες του για το ασυνείδητο εφαρμόστηκαν πάρα πολύ λίγο στα συναισθηματικά φαινόμενα. Το γεγονός αυτό οφείλεται βασικά σε δύο λόγους. Ο ένας είναι ότι στα κείμενα μερικών ψυχαναλυτών και μερικών "φιλόσοφων της ψυχανάλυσης" το όλο φαινόμενο του ασυνείδητου - δηλαδή της απώθησης - αναφέρεται σε σεξουαλικές επιθυμίες, και χρησιμοποιούν την απώθηση λαθεμένα - σαν συνώνυμο της καταστολής των σεξουαλικών επιθυμιών και δραστηριοτήτων. Κάνοντάς το αυτό απογυμνώνουν τις ανακαλύψεις του Φρόυντ από μερικές από τις πιο σπουδαίες συνέπειές τους. Ο δεύτερος λόγος βρίσκεται προφανώς στο γεγονός ότι είναι πολύ λιγότερο ενοχλητικό για τις μεταβικτωριανές γενιές το να αποκτήσουν επίγνωση σχετικά με τις απωθημένες σεξουαλικές επιθυμίες, και περισσότερο ενοχλητική η επίγνωση βιωμάτων όπως η αλλοτρίωση, η απελπισία ή η απληστία. Ας παραθέσουμε ένα μόνο από τα πιο χτυπητά παραδείγματα: οι περισσότεροι άνθρωποι δεν παραδέχονται πως νιώθουν φόβο, βαριεστημάρα, μοναξιά, απελπισία - δηλαδή δεν έχουν συνείδηση* αυτών των συναισθημάτων. Αυτό οφείλεται σε μια απλή αιτία. Η υφή της κοινωνίας μας είναι τέτοια, που ο πετυχημένος άνθρωπος υποτίθεται πως δε φοβάται, δε νιώθει βαριεστημάρα ή μοναξιά. Πρέπει να βρίσκει πως αυτός ο κόσμος είναι ο καλύτερος απ' όλους τους κόσμους. Για να έχει τις καλύτερες δυνατότητες προαγωγής, πρέπει να απωθεί το φόβο, όπως και την αμφιβολία, την κατάθλιψη, τη βαριεστημάρα ή την απελπισία.

Υπάρχουν πολλοί που νιώθουν συνειδητά γεμάτοι ελπίδα κι ασυνείδητα απελπισμένοι, και είναι πολύ λίγοι εκείνοι που νιώθουν το αντίθετο. Αυτό που έχει σημασία στην εξέταση της ελπίδας και της απελπισίας δεν είναι κατά κύριο λόγο τι πιστεύουν οι άνθρωποι για τα αισθήματά τους, αλλά τι νιώθουν στην πραγματικότητα. Αυτό μπορούμε να το διαπιστώσουμε ελάχιστα από τα λόγια τους, αλλά μπορούμε να το ανακαλύψουμε από τις εκφράσεις του προσώπου τους, από τον τρόπο που περπατάνε, από την ικανότητά τους να αντιδρούν δείχνοντας ενδιαφέρον για κάτι που βρίσκεται μπροστά στα μάτια τους, και από την έλλειψη φανατισμού, που διαπιστώνεται από την ικανότητά τους να ακούν προσεκτικά κάθε λογικό επιχείρημα.

Η δυναμική άποψη που εφαρμόζεται στο βιβλίο αυτό στα κοινωνικο-ψυχολογικά φαινόμενα διαφέρει βασικά από την περιγραφική μπηχαβιοριστική μέθοδο εξέτασης που εφαρμόζεται κατά το μεγαλύτερο μέρος στην κοινωνικο-επιστημονική έρευνα. Από τη δυναμική άποψη, δε μας ενδιαφέρει πρωταρχικά να μάθουμε τι σκέφτεται ή τι λέει ένα πρόσωπο ή πώς συμπεριφέρεται τώρα. Ενδιαφερόμαστε για τη δομή του χαρακτήρα του, δηλαδή για την ημιμόνιμη δομή των ενεργειών του, για την κατεύθυνση προς την οποία διοχετεύονται αυτές οι ενέργειες και για την ένταση με την οποία πορεύονται. Αν γνωρίζουμε τις κινητήριες δυνάμεις που υποκινούν τη συμπεριφορά, όχι μόνο θα κατανοήσουμε τη σημερινή συμπεριφορά, αλλά και θα είμαστε σε θέση να κάνουμε λογικές υποθέσεις για τον τρόπο που θα αντιδράσει ένα πρόσωπο σε διαφορετικές περιστάσεις. Στη δυναμική άποψη, οι αιφνίδιες "αλλαγές" στη σκέψη ή τη συμπεριφορά ενός προσώπου είναι αλλαγές που μπορούν στο μεγαλύτερο μέρος τους να παραβλεφτούν, με την προϋπόθεση να είναι γνωστή η δομή του χαρακτήρα του.

Θα μπορούσαμε να πούμε περισσότερα για τι δεν είναι ελπίδα, αλλά ας προχωρήσουμε μπροστά κι ας ρωτήσουμε τι είναι ελπίδα. Μπορούμε να την περιγράψουμε κάπως με λόγια ή μπορούμε να τη μεταδώσουμε μ' ένα ποίημα, μ' ένα τραγούδι, με μια χειρονομία, με μια έκφραση του προσώπου ή με μια πράξη;

Όπως συμβαίνει με κάθε άλλο βίωμα, τα λόγια δεν αρκούν για να περιγράψουμε αυτό το βίωμα. Στην πραγματικότητα οι περισσότερες σχετικές λέξεις κάνουν το αντίθετο: το θολώνουν, το διχοτομούν, το σκοτώνουν. Πολύ συχνά, μιλώντας για την αγάπη ή το μίσος ή την ελπίδα, χάνουμε την επαφή μ' αυτό που υποτίθεται πως θέλουμε να πούμε. Η ποίηση, η μουσική και οι άλλες μορφές τέχνης είναι τα μέσα που προσφέρονται καλύτερα για να περιγράψουμε τα ανθρώπινα βιώματα, γιατί διακρίνονται για την ακρίβειά τους κι αποφεύγουν την αφαίρεση και την ασάφεια των φθαρμένων εικόνων που υποτίθεται πως είναι οι πιο σωστές παραστάσεις των ανθρώπινων βιωμάτων.

Παίρνοντας όμως αυτούς τους χαρακτηρισμούς στα σοβαρά, δεν είναι αδύνατο να αποδώσουμε τη συναισθηματική εμπειρία με λόγια που δεν είναι λόγια της ποίησης. Αυτό όμως δε θα ήταν δυνατό αν οι άνθρωποι δε συμμερίζονταν το βίωμα για το οποίο μιλάμε, το λιγότερο σε κάποιο βαθμό. Περιγράφω σημαίνει τονίζω τις διάφορες απόψεις του βιώματος, κι έτσι αποκαθιστώ μια επικοινωνία στην οποία ο συγγραφέας κι ο αναγνώστης ξέρουν ότι αναφέρονται στο ίδιο πράγμα. Κάνοντας αυτή την προσπάθεια, πρέπει να ζητήσω από τον αναγνώστη να συνεργαστεί μαζί μου κι όχι να περιμένει να του δώσω μια απάντηση στο ερώτημα τι είναι ελπίδα. Πρέπει να του ζητήσω να επιστρατεύσει τις εμπειρίες του για να είναι δυνατός ο διάλογος.

Το να ελπίζεις είναι μια κατάσταση ύπαρξης. Είναι μια εσωτερική ετοιμότητα, η ετοιμότητα της έντονης αλλά όχι ξοδεμένης ακόμα δραστικότητας. Η έννοια της "δραστηριότητας" στηρίζεται πάνω σε μια από τις πιο διαδομένες αυταπάτες του ανθρώπου στη σύγχρονη βιομηχανική κοινωνία. Ολόκληρη η κουλτούρα μας συνδέεται με τη δραστηριότητα - τη δραστηριότητα με την έννοια της απασχόλησης (της απασχόλησης που είναι απαραίτητη για την εργασία). Στην πραγματικότητα οι περισσότεροι άνθρωποι είναι τόσο "δραστήριοι" που δεν μπορούν να κάθονται χωρίς να κάνουν κάτι. Φτάνουν ακόμα ως το σημείο να μετατρέπουν το λεγόμενο χρόνο ανάπαυσής τους σε μια άλλη μορφή δραστηριότητας. Αν δεν ξοδεύεις τη δραστηριότητά σου κάνοντας χρήματα, την ξοδεύεις πηγαίνοντας βόλτα με το αυτοκίνητό σου, παίζοντας γκόλφ ή συζητώντας για μηδαμινά πράγματα. Αυτό που φοβάσαι είναι η στιγμή που ουσιαστικά δεν έχεις "να κάνεις" κάτι. Κατά πόσο ονομάζει κανείς αυτό το είδος συμπεριφοράς δραστηριότητα, είναι ζήτημα ορολογίας. Το κακό είναι ότι πολλοί άνθρωποι που νομίζουν ότι είναι πολύ δραστήριοι, δεν έχουν επίγνωση του γεγονότος ότι μόλη την "απασχόλησή" τους είναι στην πραγματικότητα πάρα πολύ αδρανείς. Χρειάζονται συνέχεια τη διέγερση από τα έξω, είτε αυτό είναι οι κουβέντες των άλλων ανθρώπων είτε το να βλεπουν κινηματογράφο, είτε αυτό είναι το ταξίδι ή άλλες μορφές πιο συγκλονιστικών καταναλωτικών συγκινήσεων, ακόμα κι αν αυτό το κίνητρο είναι ένας καινούργιος άντρας ή μια καινούργια γυναίκα σαν σεξουαλικός σύντροφος. Χρειάζονται να τους παρακινήσει κάποιος, να τους "βάλει σε πειρασμό", να τους δελεάσει, να τους σαγηνέψει. Είναι πάντα τα "κορόιδα" και ποτέ οι από πάνω. Πάντοτε τρέχουν και ποτέ δε στέκονται. Κι ενώ έχουν την εντύπωση ότι είναι απεριόριστα δραστήριοι, είναι η κατάθλιψη που τους σπρώχνει να κάνουν κάτι για να ξεφύγουν από το άγχος που νιώθουν όταν μείνουν μόνοι με τον εαυτό τους.

Η ελπίδα είναι φυσικό σύνδρομο της ζωής και της ανάπτυξης. Όταν ένα δέντρο που δεν το βλέπει ο ήλιος γέρνει τον κορμό του προς τη μεριά που είναι ο ήλιος, δεν μπορούμε να πούμε ότι το δέντρο "ελπίζει" με τον ίδιο τρόπο που ελπίζει ο άνθρωπος, αφού η ελπίδα στον άνθρωπο συνδέεται με αισθήματα και με επίγνωση, που δεν μπορεί να έχει το δέντρο. Ωστόσο, δε θα ήταν λάθος αν λέγαμε ότι ελπίζει για το φως του ήλιου και εκφράζει αυτή την ελπίδα γέρνοντας τον κορμό του προς τον ήλιο. Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στο δέντρο και το παιδί που γεννιέται; Μπορεί το παιδί να μην έχει επίγνωση, ωστόσο η δραστηριότητά του εκφράζει την ελπίδα του να γεννηθεί και ν' αναπνεύσει ανεξάρτητα. Το βρέφος που θηλάζει δεν ελπίζει στο στήθος της μάνας του; Το μωρό δεν ελπίζει να σταθεί στα πόδια του και να περπατήσει; Ο άρρωστος δεν ελπίζει να γίνει καλά, ο φυλακισμένος να λευτερωθεί, ο πεινασμένος να φάει; Δεν ελπίζουμε πως θα ξυπνήσουμε σε μια άλλη μέρα ότα το βράδυ πέφτουμε να κοιμηθούμε; Στο σαρκικό έρωτα δεν εκφράζεται η ελπίδα του άντρα στην ικανότητά του, στον τρόπο που έχει να διεγείρει το ταίρι του και η ελπίδα της γυναίκας να ανταποκριθεί και να διεγείρει τον άντρα;

-----------------------------------------------------------------

* Θέλω να τονίσω ότι η συζήτηση για «το ασυνείδητο» είναι μια άλλη μορφή αλλοτριωμένης σκέψης και λόγου. Δεν υπάρχει κάτι σαν «το ασυνείδητο», λες και είναι ένα όργανο ή ένα πράγμα στο χώρο. Μπορεί κανείς «να έχει συνείδηση» ή «να μην έχει συνείδηση» για τα εξωτερικά ή εσωτερικά γεγονότα. Δηλαδή πραγματευόμαστε μια φυσική λειτουργία, όχι ένα εντοπισμένο όργανο.

------------------------------------------------------------------

Η επαναστάση της ελπίδας (Μέρος ΙΙ)

Πηγή: Έριχ Φρομ, Η επανάσταση της ελπίδας, Εκδ. Μπουκουμάνη

Wednesday, September 22, 2010

ΠΕΡΙ «ΑΝΩΤΕΡΩΝ» ΚΑΙ «ΚΑΤΩΤΕΡΩΝ» ΕΙΔΩΝ

ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ, ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ

Τα τελευταία χρόνια του 20ου αιώνα γίναμε μάρτυρες ενός επιστημονικού «πυρετού του χρυσού» κολοσσιαίων διαστάσεων: της απερίσκεπτης και μανιώδους εμμονής να μετατραπεί η γενετική μηχανική σε αντικείμενο εμπορίου. Αυτό το εγχείρημα προχώρησε τόσο γρήγορα – και με τόσο λίγες ανακοινώσεις στον έξω κόσμο – ώστε το μέγεθος και οι επιπτώσεις του είναι ελάχιστα κατανοητές. Η βιοτεχνολογία υπόσχεται τη μεγαλύτερη επανάσταση στην ιστορία της ανθρωπότητας. Στα τέλη της τρέχουσας δεκαετίας θα έχει προσπεράσει την ατομική ενέργεια, τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και την επίδρασή τους στην καθημερινή μας ζωή. Όπως είπε ένας παρατηρητής: «Η βιοτεχνολογία θα μεταμορφώσει όλους τους τομείς της ανθρώπινης ζωής: την ιατρική επιστήμη, την τροφή μας, την υγεία μας, την ψυχαγωγία μας, τα ίδια τα σώματά μας. Τίποτα δε θα είναι πια το ίδιο. Κυριολεκτικά, θα αλλάξει το πρόσωπο του πλανήτη».

»Αλλά η βιοτεχνολογική επανάσταση διαφέρει σε τρία σημαντικά σημεία από τις παλιότερες αλλαγές που είχαν συντελεστεί στο χώρο της επιστήμης.

»Πρώτον είναι ευρέως διαδεδομένη. Η Αμερική μπήκε στην ατομική εποχή χάρη στις έρευνες ενός και μόνου ερευνητικού ινστιτούτου στο Λος Άλαμος. Μπήκε στην εποχή των ηλεκτρονικών υπολογιστών χάρη στις προσπάθειες μιας δωδεκάδας εταιριών. Σήμερα, μόνο στην Αμερική, η βιοτεχνολογική έρευνα εφαρμόζεται σε περισσότερα από δύο χιλιάδες εργαστήρια. Πεντακόσιοι οργανισμοί επενδύουν πέντε εκατομμύρια δολάρια το χρόνο σ’ αυτή την τεχνολογία.

»Δεύτερον, το μεγαλύτερο μέρος της έρευνας αυτής γίνεται απερίσκεπτα ή επιπόλαια. Προσπάθειες για να δημιουργηθούν πιο ανοιχτόχρωμες πέστροφες ώστε να διακρίνονται καλύτερα μέσα στα ποτάμια, τετράγωνα δέντρα για ευκολότερη υλοτόμηση, και ενέσιμα, αρωματικά κύτταρα για να μυρίζει κανείς συνέχεια το αγαπημένο του άρωμα μπορεί να φαίνονται αστείες, αλλά δεν είναι. Πραγματικά, το γεγονός ότι η βιοτεχνολογία μπορεί να εφαρμοστεί σε βιομηχανίες που υπόκεινται κατά παράδοση στις εκκεντρικότητες της μόδας – όπως είναι τα καλλυντικά – αυξάνουν την ανησυχία για τον ασυνήθιστο τρόπο χρήσης αυτής της ισχυρής νέας τεχνολογίας.

»Τρίτον, η έρευνα είναι ανεξέλεγκτη, κανένας δεν την επιβλέπει, δεν υπάρχουν νόμοι να τη ρυθμίσουν. Δεν υπάρχει στην Αμερική, ή οπουδήποτε αλλού στον κόσμο, συνεπής κυβερνητική πολιτική, και επειδή τα προϊόντα της βιοτεχνολογίας ποικίλλουν και περιλαμβάνουν από φάρμακα έως σπάρτα και τεχνητό χιόνι, η εφαρμογή μιας ευφυούς και αποτελεσματικής πολιτικής είναι εξαιρετικά δυσχερής.

»Αλλά πιο ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι ανάμεσα στους ίδιους τους επιστήμονες δεν υπάρχουν αδέκαστες συνειδήσεις. Αξίζει να σημειωθεί ότι σχεδόν κάθε επιστήμονας που ασχολείται με τη γενετική έρευνα είναι, ταυτόχρονα, ανακατεμένος στο εμπόριο της βιοτεχνολογίας. Δεν υπάρχουν αμερόληπτοι παρατηρητές, αδέσμευτοι ερευνητές. Όλοι έχουν να κερδίσουν κάτι.

»Η εμπορική εκμετάλλευση της μοριακής βιολογίας είναι το πιο συγκλονιστικό γεγονός στην ιστορία της επιστήμης και διαδραματίστηκε με εκπληκτική ταχύτητα. Επί τετρακόσια χρόνια, από την εποχή του Γαλιλαίου, η επιστήμη εξελισσόταν ως ελεύθερη και ανοιχτή έρευνα του τρόπου λειτουργίας της φύσης. Οι επιστήμονες επέμεναν να αγνοούν τα εθνικά σύνορα. Τηρούσαν απόσταση ασφαλείας από τους εφήμερους στόχους της πολιτικής, ακόμα και των πολέμων. Επαναστατούσαν εναντίον της μυστικότητας στην έρευνα. Βέβαιοι ότι εργάζονται για το καλό της ανθρωπότητας, αρνούνταν πεισματικά να κατοχυρώσουν τις ανακαλύψεις τους ή να τις θεωρήσουν ατομική τους ιδιοκτησία. Πράγματι, για πολλές γενιές, οι ανακαλύψεις των επιστημόνων χαρακτηρίζονταν από μια εκπλήσσουσα ανιδιοτέλεια.

»Όταν το 1953 δύο νεαροί Άγγλοι επιστήμονες, ο Τζέιμς Γουάτσον και ο Φράνσις Κρικ, αποκρυπτογράφησαν τη δομή του DNA (Δεσοξυριβοζονουκλεϊκό Οξύ), η εργασία τους χαιρετίστηκε ως θρίαμβος του ανθρωπίνου πνεύματος, μια αναζήτηση αιώνων΄ μια χιλιετής προσπάθεια επιστημονικής προσέγγισης του σύμπαντος έπαιρνε τέλος με τα ευρήματά τους. Κοινή ήταν η πεποίθηση και η ελπίδα ότι οι συνέπειες της ανακάλυψής τους θα έβρισκαν πρακτική εφαρμογή προς όφελος της ανθρωπότητας.

»Δυστυχώς, αυτό δε συνέβη. Τριάντα χρόνια αργότερα, σχεδόν όλοι οι συνάδελφοι του Γουάτσον και του Κρικ ακολούθησαν δρόμους διαφορετικούς. Η έρευνα της μοριακής γενετικής έγινε μια τεράστια εμπορική επιχείρηση πολλών εκατομμυρίων, της οποίας η γένεση εντοπίζεται όχι στο 1953 αλλά στον Απρίλιο του 1976. Την εποχή εκείνη έγινε μια συνάντηση που είναι πασίγνωστη σήμερα. Ο Ρόμπερτ Σβάνσον, ένας τολμηρός και ριψοκίνδυνος κεφαλαιούχος, πλησίασε τον Χέρμπερτ Μπόγιερ, ένα βιοχημικό του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας. Οι δύο άντρες συμφώνησαν να ιδρύσουν μια εμπορική εταιρεία για την αξιοποίηση των τεχνικών με τις οποίες ο βιοχημικός έκανε μάτισμα γονιδίων (αφαίρεση γραμμών και τμημάτων σελίδων από το γενετικό κώδικα με την εκτομή και συγκόλληση τμημάτων του αρχικού αγγελιαφόρου-RNA). Η εταιρία τους, η Τζίνεντεκ, έγινε γρήγορα η πιο μεγάλη και πιο επιτυχημένη από αυτές που έδωσαν ώθηση στη γενετική μηχανική.

»Ξαφνικά όλοι ήθελαν να γίνουν πλούσιοι».

Το παραπάνω κείμενο γράφτηκε το 1990. Οχτώ χρόνια πριν από τη γέννηση της Ντόλι. Η Ντόλι, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί το πιο διάσημο πρόβατο της Ιστορίας, γεννήθηκε οχτώ χρόνια αργότερα και αποτελεί αναμφίβολα το πιο λαμπρό δημιούργημα της γενετικής μηχανικής. Το κείμενο αυτό φέρει την υπογραφή του Αμερικανού συγγραφέα Μάικλ Κράιτον και αποτελεί την εισαγωγή του μυθιστορήματος Τζουράσικ Παρκ (Το πάρκο των δεινοσαύρων), στο οποίο βασίστηκε η ομότιτλη ταινία του Στίβεν Σπίλμπεργκ, ένα από τα φιλμ με τις μεγαλύτερες εισπράξεις στην ιστορία του κινηματογράφου.

Χάρη στο κείμενο αυτό και στο μύθο που προαναγγέλλει, εκατομμύρια αναγνώστες σε ολόκληρο τον κόσμο έγιναν γνώστες των μεθόδων μιας από τις πιο συγκλονιστικές επιστημονικές εξελίξεις στην ιστορία του ανθρώπου και, ταυτόχρονα, μοιράστηκαν την αγωνία του συγγραφέα για τις τρομακτικές συνέπειες της αλόγιστης χρήσης της. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι ο κίνδυνος κατάχρησης της γενετικής μηχανικής επισημάνθηκε δέκα περίπου χρόνια πριν από το Τζουράσικ Παρκ στο βιβλίο «Τα παιδιά από τη Βραζιλία» του Άιρα Λέβιν. Εκεί, ο «άγγελος του θανάτου» του Άουσβιτς, ο αποτρόπαιος Μέγγελε, προσπαθεί να «κατασκευάσει» κλώνους (δηλαδή ανθρώπινα αντίγραφα) του Χίτλερ.

Ωστόσο, οι κριτικοί της λογοτεχνίας (εξ ορισμού και εκ προοιμίου «σοβαροί») επιμένουν να χαρακτηρίζουν το είδος το οποίο εκπροσωπεί ο Κράιτον «κατώτερο», να το κατατάσσουν στην κατηγορία της «παραλογοτεχνίας» και να του επικολλούν την ετικέτα «φανταστικό». Λησμονούν δύο γεγονότα θεμελιώδους σημασίας:

1) Ότι όλη η λογοτεχνία είναι, κατά μία έννοια, «φανταστική», στο βαθμό που αποτελεί μια επινόηση.

2) Ότι το συγκεκριμένο είδος έχει ιδιαίτερα «ευγενείς» προγόνους: Έλκει την καταγωγή του από ένα μυθιστόρημα-τομή του αιώνα: το περίφημο «Γενναίο Νέο Κόσμο» του Άλντους Χάξλεϊ και ακολουθεί τις επιταγές κομβικών μορφών της τέχνης του μυθιστορήματος, όπως ο Μπαλζάκ ή ο Ζολά, που επισήμαναν την ανάγκη να καταγράφει, να αντικατοπτρίζει, να αντανακλά και να αναλύει το είδος αυτό την πραγματικότητα και την κοινωνία στην οποία απευθύνεται.

Επιμένοντας στη ρεαλιστική απεικόνιση, την καταγγελία, την προειδοποίηση, ο Ζολά επιθυμούσε, μεταξύ άλλων, να προσδώσει στο μυθιστόρημα ένα ρόλο, μιαν αποστολή, μια συγκεκριμένη θέση στο κοινωνικό γίγνεσθαι, που θα το απομάκρυνε από τη φυγή. Οι μεγάλοι Ευρωπαίοι ρεαλιστές δεν ήθελαν να προσφέρουν στον αναγνώστη έναν καθρέφτη στον οποίο θα έβλεπε τη μορφή του. Δεν ήθελαν κυρίως να τον στρέψουν στην ενδοσκόπηση, την αυτάρεσκη ή μη ομφαλοσκόπηση. Ήθελαν να του παραδώσουν μια φωτογραφική απεικόνιση της πραγματικότητας. (Ας μη λησμονούμε το γεγονός ότι η ανακάλυψη της φωτογραφίας, όπως και η ανάπτυξη των φυσικών και κοινωνικών επιστημών, συμπίπτει χρονικά με την ανακάλυψη του ρεαλιστικού μυθιστορήματος. Οι μέθοδοι τόσο των πρώτων όσο και του δεύτερου είναι κοινές). Οι μεγάλοι ρεαλιστές φιλοδοξούσαν να εκπληρώσουν την κοινωνική τους αποστολή, να προσδώσουν στο μυθιστόρημα τη μορφή εργαλείου κοινωνικής αλλαγής, παρέχοντας στον αναγνώστη τα μέσα και τις πληροφορίες που θα του επέτρεπαν να λειτουργήσει ως ενεργός πολίτης. Για να παραφράσουμε τη γνωστή ρήση του Μίκη Θεοδωράκη, αν το κλασικό μυθιστόρημα μας κάνει να ξεχνάμε, το ρεαλιστικό μας αναγκάζει να θυμόμαστε, να προσβλέπουμε και, συνεπώς, να ενεργούμε.

Για να αποφύγουμε την πολυλογία, θα πρέπει να αποδώσουμε την αποστροφή των κριτικών της λογοτεχνίας για ορισμένους συγγραφείς και το έργο τους σ’ αυτό που ο Σ. Π. Σνόου χαρακτήρισε στο κλασικό έργο του «Οι δύο πολιτισμοί και η επιστημονική επανάσταση» ως χάσμα, αγεφύρωτο ρήγμα μεταξύ τεχνών και επιστήμης. Κατά τον Σνόου, οι δύο αυτές προσεγγίσεις του κόσμου εκπροσωπούν διαφορετικά τμήματα του εγκεφάλου και χρησιμοποιούν όχι μόνο διαφορετικές μεθόδους αλλά και διαφορετική «γλώσσα» και εργαλεία. Συγγραφείς σαν τον Μάικλ Κράιτον ή τον Φίλιπ Κερ διαθέτουν «εξοπλισμό» κυρίως επιστημονικό. Ο Κράιτον σπούδασε ιατρική στο Χάρβαρντ, διατέλεσε λέκτωρ Ανθρωπολογίας στο Κέιμπριτζ και επισκέπτης-καθηγητής στο Ινστιτούτο Σοκλ της Καλιφόρνιας. Ο Φίλιπ Κερ, που χαρακτηρίστηκε από τον αγγλόφωνο Τύπο διάδοχός του, σπούδασε νομικά και διαθέτει γνώσεις για την υφή, τη λειτουργία και το ρόλο της σύγχρονης τεχνολογίας, που αποδεικνύονται με την πρώτη ματιά στα έργα του.

Με δύο λόγια, οι συγγραφείς των τεχνολογικών θρίλερ, της επιστημονικής και πολιτικής φαντασίας, αποτολμούν ένα πείραμα το οποίο πανεπιστημιακές σχολές Συγκριτικής Λογοτεχνίας στην Ευρώπη και την Αμερική χαρακτηρίζουν καθοριστικό για το μέλλον: τη γεφύρωση του χάσματος μεταξύ των δύο πολιτισμών, τη συνένωση τέχνης, επιστήμης και τεχνολογίας, όπως την είδαμε να ενσαρκώνεται παραδείγματος χάριν στην Αναγέννηση από έναν Λεονάρντο ντα Βίντσι. Οι συγγραφείς αυτού του είδους ξέρουν κάτι που οι αμύητοι από επιστημονική άποψη συνάδελφοί τους όχι μόνο αγνοούν, αλλά και φοβούνται (ως γνωστόν, ο φόβος οφείλεται σχεδόν πάντα σε άγνοια): την πραγματική φύση της τεχνολογίας. Οι κλασικοί βλέπουν την τεχνολογία σαν κάτι ξένο από τον άνθρωπο και συνεπώς, a priori, εχθρικό προς αυτόν. Ο Φίλιπ Κερ, που γεννήθηκε το 1956 και ως εκ τούτου ανήκει σε μια γενιά που τράφηκε με τις ιδέες του Μάρσαλ Μακ Λιούαν, καθηγητή της Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο, προφήτη της ηλεκτρονικής εποχής, θεωρητικού των μέσων μαζικής επικοινωνίας και στοχαστή που επηρέασε τη σκέψη και τη μυθολογία του 20ου αιώνα σχεδόν όσο ο Φρόιντ και ο Αϊνστάιν, ξέρει ότι η τεχνολογία αποτελεί προέκταση του ανθρώπου, επέκταση του σώματος και των αισθήσεών του τόσο στό χώρο όσο και στο χρόνο.

Στο «Γρκιντάιρον» του Φίλιπ Κερ, του οποίου η υπόθεση διαδραματίζεται στο Λος Άντζελες σε ένα μέλλον όχι και τόσο μακρινό, ο Ρέι Ριτσαρσον, ο πλέον γνωστός αρχιτέκτονας του κόσμου, σχεδιάζει και οικοδομεί στο κέντρο της πόλης ένα κτίσμα πρωτοφανές: το «σκεπτόμενο κτίριο» (θυμηθείτε τα «έξυπνα όπλα» του πρόσφατου πολέμου στη Γιουγκοσλαβία). Τελικά, όπως τα «έξυπνα όπλα», έτσι και το «σκεπτόμενο κτίριο» τα κάνουν, κυριολεκτικά, θάλασσα. Ο κεντρικός υπολογιστής που ρυθμίζει τα πάντα, από τη θέρμανση ως την ασφάλεια, αποφασίζει να αυτονομηθεί. Σφραγίζει τις πόρτες, παγιδεύοντας στο εσωτερικό του κτιρίου μια ομάδα επιστημόνων και δίνοντας έναυσμα στην καταιγιστική δράση.

Η ενασχόληση του συγγραφέα με την αρχιτεκτονική και η αγωνία του για το μέλλον των πόλεων σ’ έναν κόσμο όπου επιστήμονες και πολιτικοί προσπαθούν εναγωνίως να «ξεκλέψουν» χώρο από τα αυτοκίνητα για να τον αποδώσουν στους ανθρώπους, τον ωθούν να συνεχίσει την παράδοση που εγκαινίασε ο Ιούλιος Βερν: μια παράδοση που θέλει το συγγραφέα προφήτη της σύγχρονης εποχής, μάγο της φυλής, ικανό να συνδέσει το όραμα με την τεχνολογία.

Πιθανόν το «Γκριντάιρον» να μη διέθετε αυτή την ανατριχιαστική ακρίβεια και ευθυβολία αν δεν είχε προηγηθεί το επαναστατικό κείμενο του Μακ Λιούαν στο «Understanding Media», σχετικά με τις πόλεις, τα κτίρια και τη σχέση τους με τον άνθρωπο. «Αν τα ρούχα, η ενδυμασία, δεν είναι ουσιαστικά παρά δίαυλοι που συσσωρεύουν τη θερμότητα και την ενέργεια του ανθρώπινου σώματος ελέγχοντας, ταυτόχρονα, τη ροή τους, πράγμα που τα μετατρέπει σε προέκταση της επιδερμίδας μας, η αρχιτεκτονική εκπληρώνει έναν αντίστοιχο ρόλο σε οικογενειακό και κοινοτικό επίπεδο. Λειτουργώντας ως καταφύγια του ανθρώπου, τα κτίρια αποτελούν προέκταση του μηχανισμού ελέγχου της θερμότητας του σώματός μας – είναι, εν ολίγοις, κάτι σαν συλλογική επιδερμίδα ή ένδυμα. Οι πόλεις αποτελούν ευρύτερες προεκτάσεις του φυσικού σώματος και των οργάνων του, προορισμένες να καλύψουν ανάγκες ευρύτερες από τις στενά ατομικές. Είναι γνωστός ο τρόπος με τον οποίο οργάνωσε τον «Οδυσσέα» του ο Τζέιμς Τζόις: συνέδεσε, άμεσα και λειτουργικά, συστατικά στοιχεία της πόλης, όπως τα τείχη, οι δρόμοι, τα δημόσια κτίρια και τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, με τα διάφορα όργανα του ανθρώπινου σώματος. Ο παραλληλισμός μεταξύ πόλης και ανθρώπινου σώματος επέτρεψε στο συγγραφέα να επιχειρήσει έναν ακόμα παραλληλισμό μεταξύ αρχαίας Ιθάκης και σύγχρονου Δουβλίνου, επιτυγχάνοντας μια βαθύτερη αίσθηση ανθρώπινης ενότητας και υπερβαίνοντας τον ιστορικό χρόνο».

Φίλιπ Κερ: «ΝΕΥΡΙΚΟ ΔΙΚΤΥΟ. Σε βασικό επίπεδο κυκλώματος έχει πολλά κοινά με τα βακτηρίδια ως προς τη ζωτικότητα και την ικανότητα της ανάπτυξης, της αναπαραγωγής, της προσαρμογής και της εξέλιξης. Βλέπε τη σχετική φιλολογία, ειδικά στην «Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα», Δισκ. Αρ. 22, από τον καθηγητή Καρλ Σάγκαν: «Δεν υπάρχει κανένας απολύτως κοινά αποδεκτός ορισμός ζωής. Κάθε βιολογικά ιδιαίτερο είδος έχει τη σαφή τάση να προσδιορίζει τη ζωή με τους δικούς του όρους. Ο άνθρωπος την προσδιορίζει με όρους οικειότητας. Οι βασικές αλήθειες μπορεί όμως να είναι κάθε άλλο παρά οικείες»». (Γκριντάιρον).

Στο βιβλίο «Στην κορφή του κόσμου», ο Φίλιπ Κερ πιάνει την άκρη του νήματος από πολύ παλιά: από την προϊστορία και, περνώντας μέσω Παλαιάς Διαθήκης, φτάνει στον Δαρβίνο, στη θεωρία, στις σχολές και τις πρακτικές μεθόδους της επιστήμης της ανθρωπολογίας – και δη της παλαιοανθρωπολογίας.

Στο συγκεκριμένο έργο ο Κερ συνδέει τον άνθρωπο με την τεχνολογία ακόμα στενότερα απ’ ό,τι ο Μακ Λιούαν. Η σχέση εδώ, όπως και στην επιστήμη της ανθρωπολογίας, είναι αυτό που θα λέγαμε «καταστατική»: η εξέλιξη του εγκεφάλου, που επέτρεψε τη μετάβαση από τους ανθρωπόμορφους πιθήκους στον Έμφρονα Άνθρωπο (Homo Sapiens), περνάει από την κατασκευαστική δυνατότητα, την κατασκευή των πρώτων εργαλείων και των πρώτων όπλων. Συνεπώς, η τεχνολογία προηγείται της γλώσσας και συνδέεται άμεσα τόσο με τα όργανα του σώματος – τα χέρια – όσο και με τη σκέψη. Η τεχνολογία καθορίζει την ύπαρξη και την εξέλιξη του ανθρώπινου είδους, τόσο από την αυγή της Ιστορίας όσο και σήμερα. Ίσως. Τότε, ακόμα πιο άμεσα, πιο καίρια, πιο καθοριστικά από Τώρα. Αυτά για τους αφελείς και απληροφόρητους «ανθρωπιστές», φύσει και θέσει, εχθρούς της τεχνολογίας, και τους οπαδούς μιας «Φύσης» την οποία επιμένουν να θεωρούν φιλική προς τον άνθρωπο, αν και καθορίζεται από κανόνες και νόμους που δεν αποκλείεται να μην είναι καθόλου οικείοι προς αυτόν, όπως τονίζουν κορυφαίοι επιστήμονες του κύρους ενός Καρλ Σάγκαν.

Στο τρίτο κεφάλαιο του βιβλίου «Στην κορφή του κόσμου» η καθηγήτρια της Παλαιοανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ Στέλα Σουίφτ επισημαίνει ένα τρομακτικό γεγονός.

Ο Τζορτζ Νάταλ, καθηγητής Βιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, ανακάλυψε ότι η χημεία και η δομή των πρωτεϊνών του αίματος μπορεί να αποκαλύψει το βαθμό συγγένειας των πρωτευόντων θηλαστικών. Θέτοντας σε εφαρμογή τη μέθοδο αυτή, ο Νάταλ απέδειξε ότι ο άνθρωπος και ο χιμπατζής διαθέτουν αντιγόνα πανομοιότυπα από κρακτικής απόψεως. Μοριακοί ανθρωπολόγοι, όπως ο Βινς Σάριτς και ο Άλαν Γουίλσον, προσέδωσαν μαθηματική ακρίβεια στο γεγονός αυτό. Απέδειξαν με έναν τρόπο που κυριολεκτικά προκαλεί σοκ ότι ενώ η διαφορά του DNA μεταξύ δύο διαφορετικών ειδών βατράχων μπορεί να ανέρχεται στο 8%, το DNA ανθρώπου και χιμπατζή διαφέρει μόνο κατά 1,6%. Ο αριθμός αυτός είναι μικρότερος από τη διαφορά του DNA δύο διαφορετικών ειδών γίβωνα, μεταξύ αλόγου και ζέμπρας, σκύλου και αλεπούς και, κυρίως, μεταξύ χιμπατζή και γορίλα. Με άλλα λόγια, ο άνθρωπος έχει περισσότερα κοινά στοιχεία με το χιμπατζή απ’ ό,τι ο χιμπατζής με το γορίλα. Και μόνο το στοιχείο αυτό αρκεί για να αποδείξει την ανατριχιαστική σημασία που έχουν βιβλία σαν κι αυτό.

Ένα ακόμα σημείο που αποδεικνύει την προφητική διάσταση του έργου του Φίλιπ Κερ είναι το γεγονός ότι κεντρική θέση στην πλοκή κατέχει η διαμάχη Ινδίας-Πακιστάν και η κατοχή πυρηνικών όπλων και από τα δύο μέρη. Γιατί όμως είναι προφητικό το γεγονός αυτό;

Απλούστατα, γιατί η πρώτη έκδοση έγινε το 1996, και σήμερα, μεσούντος του 1999, λίγους μήνες πριν από την εκπνοή του αιώνα και της χιλιετίας, η διαμάχη αυτή βρίσκεται στο επίκεντρο της διεθνούς επικαιρότητας και εγείρει θέματα καθοριστικά για το μέλλον της ανθρωπότητας, όπως η διασπορά των πυρηνικών όπλων, οι δοκιμές τους που γίνονται κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου και η πιθανή χρήση τους στη διαφαινόμενη κυρίαρχη σύγκρουση του 21ου αιώνα – τη σύγκρουση των πολιτισμών και των θρησκειών.

Για να τελειώνουμε, όπως θα έλεγαν οι Λατίνοι, De nobis fibula narratur, δηλ. «για μας μιλάει η ιστορία», για μας τους ανήσυχους, πανταχόθεν απειλούμενους ανθρώπους αυτού του απερχόμενου και πολυτάραχου 20ου αιώνα.

Πηγή: Μαρία και Ελένη Παξινού, Πρόλογος της ελληνικής έκδοσης του βιβλίου «Στην κορφή του κόσμου» του Φίλιπ Κερ, εκδ. Ψυχογιός.